Ο πρόεδρος της συνεδρίας, καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, ξεκίνησε τη συνεδρία αναφερόμενος στη συμπληρωματική και την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, τονίζοντας την υψηλή προτεραιότητα που της αποδίδεται στο συνέδριο, καθώς απεικονίζει την πραγματικότητα η οποία παραμένει αναλλοίωτη ανεξάρτητα από τις όποιες εξελίξεις. Το φαινόμενο της ανασφάλιστης ιδιωτικής δαπάνης, για το οποίο η Ελλάδα διαθέτει παγκόσμιο ρεκόρ, παρέμεινε αναλλοίωτο, παρά την πανδημία και την υγειονομική κρίση γενικότερα, η οποία ακολούθησε την οικονομική κρίση. Η πανδημία ανέτρεψε πολλές καταστάσεις, αλλά υπενθύμισε και άλλες, όπως τη μεγάλη επιβάρυνση της ασφάλισης υγείας, δημόσιας και ιδιωτικής.
Στη συνέχεια, ο κύριος Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Eurolife, συνεχίζοντας στο ίδιο πλαίσιο με τον κύριο Κυριόπουλο, τόνισε ότι, με βάση τα στοιχεία του 2018, οι πολίτες πλήρωσαν 5,5 δισ., ενώ συνολικά το κράτος πλήρωσε 8 δισ. και η ασφαλιστική αγορά μόνο 600 εκατομμύρια, ενώ αυτά τα 5,5 δισ. αποτελούν διπλάσια δαπάνη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτά τα στοιχεία περιγράφουν ότι κάτι δεν πάει καλά σε αυτό το σύστημα, καθώς παρόλο που οι γιατροί κάνουν καλή δουλειά στα δημόσια νοσοκομεία, δεν υπάρχει καμία λογική. Η εικόνα συμπληρώνεται από μια διαχρονική εμμονή, η οποία καλύπτει όλο το πολιτικό φάσμα, και έγκειται στο να μην δίνονται κίνητρα στον Έλληνα να ασφαλιστεί για την υγεία του. Επίσης, αυτό το φαινόμενο αφορά και τις συντάξεις, ενώ με τις αυξανόμενες σε ένταση και συχνότητα φυσικές καταστροφές μόνο το 16% των κατοικιών είναι ασφαλισμένες. Ο ομιλητής προς το τέλος της ομιλίας του διερωτήθηκε «ποια λογική υπάρχει πίσω από το γεγονός ότι η πολιτεία βλέπει ανταγωνιστικά τον ιδιωτικό τομέα, αντί να προστρέχει στην ιδιωτική ασφαλιστική αγορά και να ζητάει κι άλλα κεφάλαια στην Ελλάδα, για να μπορέσει να ασφαλίσει συμπληρωματικά τους πολίτες και μέρος αυτών των 5,5 δισ. να τα καλύπτει η ασφαλιστική αγορά, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας».
Στη συνέχεια της συνεδρίας, ο δεύτερος ομιλητής, κύριος Σταύρος Κωνσταντάς, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου «Εθνική Ασφαλιστική», αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το 2020 αποτελεί μια χρονιά που άλλαξε τη ζωή μας, και ανεξάρτητα από την όποια εξέλιξη της πανδημίας, μάθαμε να μην θεωρούμε πολλά πράγματα αυτονόητα, έχοντας προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ενώ η πορεία της χώρας βρισκόταν σε τροχιά ανάκαμψης, το εθνικό εισόδημα αναμένεται να συρρικνωθεί 7-10%. Αυτή η μείωση του παραγωγικού αποτελέσματος θα επιφέρει πολλές συνέπειες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα έπειτα και από τη 10ετή ύφεση, ενώ φυσικά το ίδιο συμβαίνει και στην παγκόσμια οικονομία. Όσον αφορά τον χώρο της υγείας, οι ασφαλιστικές εταιρείες αποτελούν έναν τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που συνδέεται άρρηκτα με την πορεία του ΑΕΠ. Η πανδημία έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο επίπεδο της υγείας, χωρίς να υπολογίζονται αυτή τη στιγμή οι συνέπειες συνολικά στην οικονομία, ενώ η μόνη ορατή πληγή επί του παρόντος είναι η θνησιμότητα και οι κλυδωνισμοί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το κράτος ανέλαβε το οικονομικό βάρος της πανδημίας, ενισχύοντας τις πληγείσες ομάδες και ενδυναμώνοντας το ΕΣΥ, ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει εάν σε επόμενη φάση θα είναι σε θέση να καλύψει το κόστος αποτελεσματικά. Οπότε τα δεδομένα επιτάσσουν την ανάγκη σύμπραξης ιδιωτικής ασφάλισης και δημοσίου τομέα στους τομείς και της πρωτοβάθμιας αλλά και της δευτεροβάθμιας περίθαλψης. Στην παρούσα φάση η ιδιωτική ασφάλιση υγείας αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως “εθελοντική” και “διπλή”, καθώς λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς την κύρια ασφάλιση, αλλά και παράλληλα, χωρίς να όμως να παρέχονται τα απαιτούμενα φορολογικά κίνητρα που να οδηγούν σε αυτή. Μία λύση θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση της παραγωγής και η μείωση της ανεργίας με παροχή φορολογικών κινήτρων, ενώ η βραχυπρόσθεσμη απώλεια φόρων θα επιφέρει ανάλογες επιπτώσεις στην κάλυψη της ζήτησης και της προσφοράς υπηρεσιών υγείας, αλλά και στη γενικότερη χρηματοδότηση του συστήματος, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ελάφρυνση στη διαχείριση του συστήματος υγείας προς όφελος όλων. Το σύστημα υγείας υποστηρίχθηκε αποτελεσματικά από το κράτος, αλλά στόχος θα πρέπει να είναι, είτε μέσω της ανάπτυξης της ιδιωτικής ασφάλισης είτε μέσω της σύμπραξης δημόσιου τομέα και ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, να δημιουργηθεί μια επωφελής κατάσταση για όλους, και για το κράτος και για τους πολίτες και τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Μετά την τοποθέτηση του ομιλητή, ο συντονιστής της συνεδρίας, κύριος Κυριόπουλος, σχολίασε το μετά-Covid σύνδρομο και στο πόσο αυτό αναμένεται να επιβαρύνει για πολλά χρόνια την ασφάλιση υγείας, ενώ επισήμανε ότι η συμμετοχή των πολιτών στη φαρμακευτική δαπάνη ανήλθε από 10% στο 50% κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Ο επόμενος ομιλητής, ο κύριος Παναγιώτης Δημητρίου, Διευθύνων Σύμβουλος της Generali, ξεκίνησε την ομιλία του επισημαίνοντας την ανάγκη επανασχεδιασμού του συστήματος υγείας, ώστε να καταστεί πιο προσιτό στον Έλληνα και να μπορεί να τον καλύπτει με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι συνέβαινε μέχρι τώρα. Μετά την πανδημία, θα πρέπει να εξεταστούν οι προτεραιότητες του καταναλωτή, καθώς έχει ήδη βιώσει 10 χρόνια ύφεσης, ενώ θα παρουσιάσει κάποια ψυχολογικά προβλήματα λόγω της ψυχικής πίεσης και σίγουρα είναι πλέον πολύ πιο ευαισθητοποιημένος όσον αφορά την υγεία του. Συνεπώς, θα πρέπει να διερευνηθούν οι πολιτικές κινήσεις, οι οποίες θα στηρίξουν τον πολίτη, καθώς δεν γίνεται να συνεχίσει να πληρώνει το ποσό των 5,5 δισ. Θα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος για να έχει καλύτερη υγεία και καλύτερο σύστημα υγείας, χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ήδη ο πολίτης πληρώνει από τον μισθό του για τις δαπάνες, ενώ και οι εργοδότες καλύπτουν ένα ποσοστό, στοχεύοντας σε ένα σύστημα υγείας, το οποίο ίσως τελικά να μην ανταποκρίνεται στο επιθυμητό. Συνεπώς, πρέπει να επανασχεδιαστεί το σύστημα, ώστε να είναι αρκετά ευέλικτο, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές εφαρμογές και τις καινοτομίες, τις οποίες είδαμε να υλοποιούνται εντός του 2020 (όπως π.χ. η άυλη συνταγογράφηση, το ηλεκτρονικό βιβλιάριο υγείας και η τηλεματική). Στον πυρήνα των ενεργειών όλων των φορέων θα πρέπει να βρίσκεται αυτός ο σχεδιασμός, δηλαδή και των ασφαλιστικών εταιρειών και των νοσοκομείων, αλλά και των διαγνωστικών κέντρων. Συμπερασματικά, ο ομιλητής επισήμανε εκ νέου ότι θα πρέπει να μιλήσουμε πλέον ανοιχτά για τον επανασχεδιασμό του συστήματος, όλοι οι φορείς να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, με κίνητρα για τον καταναλωτή, είτε οικονομικά είτε ποιοτικά, με ένα πλάνο βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο, αλλά και μακροπρόθεσμο, το οποίο θα εξυπηρετεί πρωτίστως τον πολίτη.
Ο κύριος Κυριόπουλος έκανε ένα σύντομο σχόλιο, λέγοντας ότι το κράτος κλείνει τα μάτια χρόνια τώρα στην αντίστροφη αναδιανομή σε βάρος των μη προνομιούχων, αυξάνοντας τις ανισότητες, ενώ θα έπρεπε ήδη να έχει βρεθεί ένας τρόπος κάλυψης της συμμετοχής στο κόστος. Ωστόσο, και η ιδιωτική ασφάλιση φέρει ευθύνες, καθώς δεν έχει προσαρμόσει τα προϊόντα της στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο επόμενος ομιλητής, κύριος Γιάννης Καντώρος, Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Interamerican, θέλησε να βάλει κι άλλες παραμέτρους στη συζήτηση, όπως το θέμα της βιωσιμότητας, καθώς ήδη είχε αναφερθεί το δημογραφικό που θα επιβαρύνει την ασφάλιση υγείας και πόσο τεράστια είναι η επιβάρυνση των πολιτών λόγω του στρεβλού συστήματος. Μια ακόμη παράμετρος είναι ότι η επιστήμη προοδεύει, παρουσιάζονται νέες θεραπείες με εντυπωσιακά αποτελέσματα, ωστόσο όλες είναι κατά πολύ ακριβότερες από τις προηγούμενες. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ζούμε περισσότερο, αρκεί οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίζονται ως προς τις νέες θεραπείες. Δυστυχώς, το πρόβλημα είναι τριπλό: κακός σχεδιασμός, με μεγάλη επιβάρυνση των πολιτών, η κοινωνία που γηράσκει -ένα πρόβλημα που αφορά όχι μόνο τις συντάξεις, αλλά και την υγεία-, και καλύτερες μεν, αλλά ακριβότερες δε θεραπείες. Έχοντας ως βάση όλα αυτά, τίθεται θέμα βιωσιμότητας και η προφανής απάντηση είναι να ξανασχεδιαστεί ένα σύστημα, το οποίο θα ευνοεί τις συνέργειες. Επίσης, θα πρέπει να τεθούν και κάποια πρακτικά ζητήματα επί τάπητος, όπως το πρόβλημα που υπάρχει στις σχέσεις των ασφαλιστικών εταιρειών και των παρόχων υγείας, οι οποίες διέπονται από τη λογική του “fee for service”, που στην Ελλάδα οδηγεί αναπόφευκτα σε σπατάλη πόρων, σε επιπλέον κόστος, κ.λπ. Άρα θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα πιο σύγχρονο σύστημα, όπου θα καθορίζονται οι σχέσεις μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και νοσοκομείων, όπως είναι τα DRGs. Αυτή η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει και υποστηρίζεται από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών, στην καθολική εφαρμογή της, θα προσδώσει διαφάνεια, καθώς θα γνωρίζουμε το πραγματικό κόστος κάθε θεραπείας, παρέχοντας τεράστια βελτίωση στον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα. Κλείνοντας, ο κύριος Καντώρος σχολίασε τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα της υγείας στην Ελλάδα, καθώς έχει σχεδιαστεί να λειτουργεί γύρω από το νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να είναι κοστοβόρο, ανεξάρτητα από το ποιος πληρώνει. Επομένως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας, ώστε να καταλήγουν στο νοσοκομείο μόνο τα περιστατικά που πρέπει να καταλήξουν εκεί και για εκείνα που η διαχείρισή τους μπορεί να γίνει εκτός νοσοκομείου, να μπορεί να γίνει με φθηνότερο τρόπο και με λιγότερη ταλαιπωρία. Τέλος, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η τεχνολογία, καθώς ήδη πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν υιοθετήσει τη θεραπεία στο σπίτι, με πολύ χαμηλότερο κόστος.
Ο τελευταίος ομιλητής, ο κύριος Κωνσταντίνος Κουγιουμουτζής, Γενικός Διευθυντής Λειτουργιών της NN Hellas, ξεκίνησε την εισήγησή του αναφερόμενος στο πώς η ιδιωτική ασφάλιση υγείας αντιμετώπισε την επίδραση της πανδημίας, καθώς ο αντίκτυπος ήταν πολυδιάστατος, προκαλώντας αλλαγές και προσαρμογές, εκ των οποίων πολλές θα παραμείνουν και στα επόμενα χρόνια, όπως για παράδειγμα η επιχειρησιακή λειτουργία, η οποία μεταβλήθηκε άρδην, καθώς σχεδόν το 100% των εργαζομένων εργάζεται από απόσταση. Η πανδημία επέφερε επίσης απότομη και οριζόντια μετάβαση στην ψηφιακή διαχείριση της καθημερινότητας, οδηγώντας την υγεία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνίας. Επίσης, οι ανασφάλιστοι αντιμετώπισαν πιο θετικά τις προτάσεις ασφάλισης, ενώ οι ήδη ασφαλισμένοι διατήρησαν σε υψηλά επίπεδα τα υφιστάμενα ασφαλιστήριά τους. Ο ομιλητής επισήμανε ότι η πανδημία θα επιταχύνει την ψηφιοποίηση με πολλές πρακτικές να παραμένουν για την από απόσταση προσέγγιση πελατών και με μεγαλύτερη προσαρμογή στα νέα δεδομένα, ώστε οι εταιρείες να ανταποκρίνονται στο νέο περιβάλλον ζήτησης. Όσον αφορά την ιδιωτική δαπάνη, και το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στις ανάγκες, αποτελεί το 5-7% του συνολικού κόστους που έχει δαπανηθεί. Ωστόσο υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος, αυτή των ιδιωτικών ασφαλιστηρίων υγείας, με μόνο 1.200.000 Έλληνες να έχουν κάλυψη, δηλαδή λιγότερο από το 15% του πληθυσμού. Το μεγάλο στοίχημα παραμένει αυτό το ποσοστό να αυξηθεί, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους ανθρώπους να έχουν και κάλυψη από ένα ιδιωτικό ασφαλιστήριο. Ενώ ο μέσος Ευρωπαίος δαπανά 20% για την υγεία του, ο Έλληνας εξακολουθεί να δαπανά 40%, άρα θα πρέπει να γίνει κοινός τόπος η προσπάθεια για υψηλότερο επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας και για καλύτερο σύστημα, το οποίο όμως να μην είναι κοστοβόρο.