Καθυστερημένη Φροντίδα ως επίπτωση της πανδημίας Covid-19

 

Ογκολογικοί ασθενείς, ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα και ασθενείς με καρδιολογικά νοσήματα αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα πρόσβασης στη θεραπεία και μη έγκαιρης διάγνωσης. Θα μπορούσε άραγε η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας να να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην επίλυση των προβλημάτων αυτών υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις;

Το ευαίσθητο και ζωτικής σημασίας για τους ασθενείς με χρόνια νοσήματα ζήτημα των καθυστερήσεων στη διάγνωση και θεραπεία των ασθενών αναπτύχθηκε στη συνεδρία με θέμα «Καθυστερημένη Φροντίδα ως επίπτωση της πανδημίας Covid-19», υπό την προεδρία του κ. Χρήστου Λιονή, ο οποίος καλωσόρισε και ευχαρίστησε για τη συμμετοχή τους τούς επτά διακεκριμένους εισηγητές της συνεδρίας.

Το λόγο έλαβε πρώτη η κ. Αθανασία Παππά, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρευματικού Αγώνα (EΛ.Ε.ΑΝ.Α.), αναφέροντας πως η πρόληψη των νοσημάτων και των προβλημάτων υγείας, η αναβάθμιση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και η διαμόρφωση υγιεινών στάσεων και συμπεριφορών θα έπρεπε να είναι οι βασικοί στόχοι απέναντι στην όποια πανδημία απειλεί την ανθρωπότητα. Η εμπειρία μας από το πρώτο επιδημικό κύμα της Covid-19 και το πρώτο lockdown, τόνισε η εισηγήτρια, έδειξε σημαντικές καθυστερήσεις στις θεραπείες χρόνιων ασθενών. Χειρουργεία ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν, οι ίδιοι οι ασθενείς παραμελούν λόγω φόβου τα προβλήματα υγείας τους, κάτι που αναμένεται να έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας μας αργότερα. Τι σημαίνει τελικά ασφάλεια για έναν ασθενή, διερωτήθηκε η κ. Παππά, η πρόσβασή του σε ιατρική φροντίδα και η αναπόφευκτη έκθεσή του στον κίνδυνο του νέου αυτού ιού ή η απομόνωσή του στο σπίτι και η συνεπακόλουθη μη προσβασή του στην απαραίτητη θεραπευτική του αγωγή; Η πρόληψη, αλλά και η έγκαιρη διάγνωση, δυστυχώς, περνούν σε δεύτερη μοίρα, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας από διάφορα αίτια. Η επόμενη μέρα θα πρέπει να ανατείλει με προγραμματισμό και με πολλή προσοχή, αλλά και η μεθεπόμενη μέρα είναι εξίσου σημαντική, δήλωσε η ομιλήτρια, και πρέπει να έχουμε όλοι εμπιστοσύνη στους επιστήμονες που βλέπουν και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν σε όλο τον κόσμο τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Η κοινότητα έχει μεγάλη σημασία, καθώς ασθενείς με χρόνια νοσήματα δεν ζουν μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε νησιωτικές περιοχές, σε χωριά, όπου η πρόσβαση σε δομές υγείας είναι πάρα πολύ δύσκολη, επισήμανε η κ. Παππά, υπογραμμίζοντας τη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει στις περιοχές αυτές για πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Οι χρόνιοι ασθενείς φέρουν αυτή την περίοδο ένα ακόμη μεγαλύτερο ψυχολογικό φορτίο από αυτό που ήδη είχαν, καθώς αισθάνονται απομονωμένοι και μόνοι, χωρίς φροντίδα. Η τεχνολογία μπορεί να έχει προχωρήσει με ραγδαία βήματα, αλλά η ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση, η ψηλάφηση και η ακρόαση, δεν μπορούν να αντικατασταθούν σε καμία περίπτωση από ένα τηλέφωνο ή έναν υπολογιστή. Η αξιοποίηση και ενεργοποίηση της ΠΦΥ είναι απαραίτητη, καθώς υπάρχουν σημαντικές γεωγραφικές ανισότητες, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η κ. Παππά.

Η ογκολογική κοινότητα είναι πολυσύνθετη, καθώς δεν αποτελείται μόνο από τους ασθενείς, αλλά και τους ιατρούς, τους νοσηλευτές, τους ερευνητές και τους διαμορφωτές πολιτικών υγείας, ξεκίνησε την εισήγησή της η κ. Καίτη Αποστολίδου, Πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου ΕΛΛΟΚ και της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας ECPC (European Cancer Patient Coalition). Δυστυχώς οι πάσχοντες από καρκίνο υφίστανται σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η ευρωπαϊκή οργάνωση ECPC, της οποίας έχω την τιμή να είμαι εκπρόσωπος, συνέχισε η εισηγήτρια, έχει 460 μέλη και 4 στόχους – άξονες δραστηριοτήτων: την ανάπτυξη πολιτικών υγείας για τον καρκίνο, την έρευνα για τον καρκίνο, την εκπαίδευση και κατάρτιση των στελεχών της και την επικοινωνία των δράσεών της.

Ο καρκίνος αποτελεί σήμερα προτεραιότητα, αφενός επειδή οι επιβιώσαντες από καρκίνο λόγω της προόδου των θεραπειών και της έγκαιρης διάγνωσης είναι πλέον εκατομμύρια σε όλη την Ευρώπη, αφετέρου επειδή πλήττει κυρίως ηλικίες 50 και 60 ετών και άνω. Η Ευρώπη δεν ήταν σε καμία περίπτωση έτοιμη για την αντιμετώπιση μίας πανδημίας και η μεγάλη διάρκεια της κρίσης έχει οδηγήσει σε πολύ σημαντικές επιπτώσεις στα συστήματα υγείας, στους επαγγελματίες υγείας και στους ίδιους τους ασθενείς. Αυτό που ωστόσο δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί, παρά το γεγονός ότι έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες, είναι το έμμεσο κόστος, το οποίο δεν είναι εύκολα μετρήσιμο στους ασθενείς και στην ογκολογική περίθαλψη και φροντίδα και θα χρειασθεί χρόνος για να αποτιμηθεί. Για τον λόγο αυτό, η ECPC κατάρτισε ένα σύντομο ερωτηματολόγιο διερεύνησης των επιπτώσεων της Covid-19 στις ευρωπαϊκές χώρες, το οποίο έδειξε πως είναι πολύ σημαντική η πολύπλευρη αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι επιπτώσεις της Covid-19 στα συστήματα υγείας, τα συστήματα αποζημίωσης και αρκετούς άλλους τομείς είναι πολύ σημαντικές και δεν έχουν ακόμη εξετασθεί σε βάθος, τόνισε η ομιλήτρια. Πολλές χώρες προσπάθησαν να κάνουν τις ανάλογες προσαρμογές στα εθνικά σχέδια δράσης τους για τον έλεγχο του καρκίνου, ωστόσο το πρόβλημα στην Ελλάδα, επισήμανε, είναι πως δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη εθνικό σχέδιο δράσης για τον έλεγχο του καρκίνου.

Συγκεκριμενοποιώντας τα προβλήματα που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους ασθενείς και στην ογκολογική κοινότητα εν γένει, η κ. Αποστολίδου αναφέρθηκε στις καθυστερήσεις, αναβολές και ακυρώσεις στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου, στη διάγνωση και σε πολλές θεραπείες των ασθενών με καρκίνο, καθώς και στις ελλείψεις σε προσωπικό. Στη συζήτηση που γίνεται για μετακίνηση ογκολόγων σε κλινικές Covid-19, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν περισσεύουν, σημείωσε. Υπάρχουν ακόμη ελλείψεις σε εξοπλισμό ατομικής προστασίας για επαγγελματίες υγείας και ασθενείς, επισήμανε η κ. Αποστολίδου, έλλειψη σε διαδικασίες για την αντιμετώπιση ασθενών σε νοσοκομειακό επίπεδο, ελλείψεις αντινεοπλασματικών φαρμάκων, έλλειψη χρηματοδότησης σε οργανώσεις ασθενών και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις για τον καρκίνο, καθυστερήσεις και αναβολές στα προγράμματα προληπτικού ελέγχου, καθώς και καθυστέρηση ή διακοπή ερευνητικών προγραμμάτων για τον καρκίνο. Σύμφωνα με τον Ned Sharpless, Διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ, ανέφερε η εισηγήτρια, δυστυχώς οι επιπτώσεις της πανδημίας θα φανούν τα επόμενα χρόνια, καθώς εκτιμάται ότι θα αυξηθεί η θνησιμότητα λόγω καρκίνου, λόγω των καθυστερήσεων στη διάγνωση και τις θεραπείες για τον καρκίνο. Η ECPC προτείνει την υποστήριξη, προβολή και προώθηση του προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο, καθώς και την προβολή και προώθηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή υγεία, όπου υπάρχουν πολλά να γίνουν ακόμη. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλες οι δυνατότητες της ψηφιακής υγείας, καθώς έχουμε μπροστά μας πολλές δυσκολίες που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε, κατέληξε η εισηγήτρια.

Η απουσία προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα, καθώς δυστυχώς υπήρχαν ελλείψεις και πριν από την πανδημία, σχολίασε ο κ. Λιονής, ευχαριστώντας την και δίνοντας ακολούθως το λόγο στον κ. Σερέτη.

Η αντιμετώπιση ογκολογικών ασθενών και ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα από την Πολιτεία και το εθνικό σύστημα υγείας αποτελούσε πάντα και εξακολουθεί να αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και σημαντικό θέμα, ανέφερε ο κ. Φώτης Σερέτης, Διοικητής της 5ης ΥΠε Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδας. Υπάρχουν θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αντιμετωπίζονται φυσικά με τη δέουσα προσοχή, όπως είναι η αποκλειστική απασχόληση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού με τους ογκολογικούς ασθενείς, καθώς δεν γίνεται να χρησιμοποιούνται γιατροί και νοσηλευτές παράλληλα με την παροχή υπηρεσιών σε ασθενείς με Covid, ενώ υπάρχουν επίσης ξεχωριστές αίθουσες, διάδρομοι και φυσικά χώροι νοσηλείας, ώστε οι ογκολογικοί ασθενείς να είναι απόλυτα προστατευμένοι από το ενδεχόμενο μόλυνσης από τον ιό. Επιπλέον, σε περίπτωση που εντοπισθεί μόλυνση σε ογκολογικό ασθενή, ακολουθεί η άμεση εφαρμογή συγκεκριμένων πρωτοκόλλων. Σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί ωστόσο στον Καναδά και τις ΗΠΑ σε σημαντικό αριθμό καρκινοπαθών που έχουν προσβληθεί από τον ιό, έχει διαπιστωθεί αύξηση του ποσοστού θνητότητας μετά από 30 ημέρες νόσου, το οποίο ανέρχεται σε 13%. Ασφαλώς, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο στα αποτελέσματα αυτά, όπως η ηλικία, το φύλο, τα υποκείμενα νοσήματα, το κάπνισμα και άλλοι. Η Πολιτεία, αναγνώρισε ο κ. Σερέτης, έχει εξασφαλίσει την επάρκεια σε φάρμακα, δεν υπάρχει έλλειψη χρηματοδότησης για τα φάρμακα για τον καρκίνο, συμπεριλαμβανομένων των νέων σκευασμάτων, ενώ επιπλέον γίνονται προσλήψεις για ανανέωση του προσωπικού, για δημιουργία εφεδρειών, που είναι απαραίτητες, καθώς πέρα από τη μεγάλη κόπωση που δημιουργείται υπάρχουν και μολύνσεις σε μέλη του προσωπικού. Στην 5η ΥΠε, παρά τις όποιες αδυναμίες και ελλείψεις, δεν υπάρχει λίστα αναμονής για τη χορήγηση φαρμάκων ή τη διενέργεια θεραπειών για τον καρκίνο. Έχουμε όλοι υποχρέωση απέναντι στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, υπογράμμισε, και σαφώς οι αναβολές στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία αποτελούν ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα στο οποίο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Στην 5η ΥΠε, δίνεται επίσης μεγάλη σημασία στις οδηγίες για την προστασία των ασθενών, ενώ επιπλέον, πρόσθεσε, δεν αντιμετωπίζονται πλέον οι ελλείψεις στα μέτρα ατομικής προστασίας που παρουσιάσθηκαν στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Είναι αναγκαίο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων να αξιοποιηθεί και η ΠΦΥ, η οποία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του καρκίνου και τη διαχείριση των ογκολογικών ασθενών, δήλωσε ολοκληρώνοντας της ομιλία του ο κ. Σερέτης.

Η ολοκληρωμένη φροντίδα και ο ρόλος της ΠΦΥ είναι όντως πολύ σημαντικό ζήτημα, καθώς πολλοί ασθενείς έχουν καθυστερήσεις στην έγκαιρη διάγνωση, και ασφαλώς θα πρέπει να γίνει σύντομα μία ουσιαστική συζήτηση για την αντιμετώπισή του θέματος αυτού, σχολίασε ο κ. Λιονής παραχωρώντας το λόγο στον επόμενο ομιλητή κ. Αποστολόπουλο.

Η αρχική βίαιη εισβολή του Covid αποδιοργάνωσε την παραδοσιακή δομή του εθνικού συστήματος υγείας, επισήμανε λαμβάνοντας το λόγο ο κ. Σπύρος Αποστολόπουλος, Οικονομολόγος και Διοικητής στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», σε αντίθεση με το δεύτερο κύμα όπου υπήρξε μεγαλύτερη προετοιμασία, οργάνωση και καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις και προκλήσεις. Η πρόσβαση των ασθενών στις υπηρεσίες υγείας ιδίως των χρονίως πασχόντων ασθενών είναι απαραίτητο ωστόσο να διατηρεί ομαλή ροή, καθώς η απομόνωση και η αποφυγή χρήσης του εθνικού συστήματος υγείας λόγω φόβου για τον Covid έχει σημαντικές επιπτώσεις. Από την άλλη, συνέχισε, οι κραδασμοί που δέχθηκε κατά το πρώτο κύμα το σύστημα υγείας και ειδικά το νοσοκομειακό σύστημα οδήγησαν σε αυξημένη ωριμότητα του προσωπικού των νοσοκομείων και στην απόφαση αντιμετώπισης της κρίσης σε επίπεδο καθημερινής λειτουργίας και πλέον έχουν διαμορφωθεί ομάδες εργασίας για την καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών των ασθενών. Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, τα νοσοκομεία ήταν πιο έτοιμα και σήμερα, που έχουμε σταθεροποίηση της πανδημίας, ο χειρουργικός τομέας στο «Αττικό» λειτουργεί πλέον απρόσκοπτα, αν όχι στο 100%, τουλάχιστον στο 90%, ανέφερε ο ομιλητής. Στην πρώτη φάση της πανδημίας, δυστυχώς ο φόβος οδήγησε σε οριζόντια αναστολή πολλών θεραπειών, ενώ στο δεύτερο υπήρξε προετοιμασία και πιο ψύχραιμη και λογική αντιμετώπιση. Σήμερα έχει αυξηθεί η προσβασιμότητα, ο κόσμος επισκέπτεται τα νοσοκομεία όταν έχει ανάγκη, δεν αισθάνεται πλέον τόσο έντονο φόβο, ενώ επιπλέον στο προσωπικό έχει διαμορφωθεί μια κουλτούρα συμμετοχής στο πρόβλημα, με λήψη ανοικτών, άμεσα υλοποιήσιμων αποφάσεων, υπογράμμισε ο κ. Αποστολόπουλος.

Ευχαριστώντας τον για την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρουσίαση του τρόπου αντιμετώπισης της πανδημίας σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο, ο κ. Λιονής παρουσίασε τον επόμενο ομιλητή κ. Ιωάννη Μπουκοβίνα, καλώντας τον αρχικά να σχολιάσει τη δημοσίευση του Lancet τον Αύγουστο του 2020 και τις εκτιμήσεις που περιλάμβανε σχετικά με το αυξημένο ποσοστό ασθενών με καρκίνο που θα αποβιώσουν χωρίς να έχουν λάβει προηγούμενη διάγνωση, ειδικά ασθενών οι οποίοι εκτιμάται πως θα μπορούσαν να έχουν πιο μακροχρόνια επιβίωση, καθώς και να μιλήσει για το ρόλο που ενδέχεται να διαδραματίσει η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία στην αύξηση των περιστατικών καρκίνου.

Η πρωτόγνωρη κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία σε όλο τον κόσμο οδήγησε σε μεγάλη αναδιαμόρφωση των συστημάτων υγείας παγκοσμίως, έλαβε τη σκυτάλη ο κ. Ιωάννης Μπουκοβίνας, Πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ). Η πανδημία αυτή έχει πολλές διαστάσεις, καθώς βλέπουμε πως δεν εστιάζουν όλοι οι φορείς στον ίδιο στόχο. Έτσι, ο ΠΟΥ εστιάζει στη συμπεριφορική διάσταση του προβλήματος και το τι πρέπει να κάνουμε για να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού, ενώ ο FDA έχει βασικό στόχο την ανάπτυξη τεχνολογίας, φαρμάκων και εμβολίων και στη μέση βρίσκεται η κοινωνία. Η πανδημία φαίνεται ότι ενισχύει τις προϋπάρχουσες ανισότητες στην έγκαιρη διάγνωση και πρόσβαση στη θεραπεία στον καρκίνο και δυστυχώς γνωρίζουμε πως η πρόγνωση  στον καρκίνο και η θνησιμότητα επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από το χρόνο διάγνωσης και θεραπείας. Υπάρχουν αρκετά προβλήματα, όπως η ανεπαρκής προστασία και ο κίνδυνος μόλυνσης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, η περιορισμένη διενέργεια τεστ ανίχνευσης του ιού στους ασθενείς, η δυσκολία που αντιμετωπίζουν πολλοί ασθενείς με την τηλε-υγεία και πολλά άλλα. Επεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η αποκατάσταση μαστού σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή, καθυστερούν ή αναστέλλονται ως μη επείγουσες. Επιπλέον, η πανδημία έχει επηρεάσει τη διεξαγωγή μελετών και ερευνών για τον καρκίνο, που λαμβάνουν πλέον περιορισμένη χρηματοδότηση ή έχουν σταματήσει. Στο Lancet του Νοεμβρίου αναφέρεται πως η η καθυστερημένη διάγνωση του καρκίνου θα οδηγήσει σε πιθανή αύξηση των θανάτων από τέσσερις κύριους καρκίνους, μαστού, πνεύμονα, παχέος εντέρου και οισοφάγου. Οι καθυστερήσεις στη διάγνωση εκτιμάται πως θα οδηγήσουν σε εκθετική αύξηση τόσο των θανάτων από καρκίνο, όσο και των ασθενών σε προχωρημένο στάδιο της νόσου. Ο Norman Sharpless, σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ, παρουσίασε πρόσφατα στοιχεία για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του μαστού, σύμφωνα με τα οποία  οι θάνατοι ως το 2030 θα αυξηθούν σημαντικά λόγω του lockdown.  Τα αποτελέσματα της πανδημίας λόγω των καθυστερήσεων της διάγνωσης και θεραπείας ογκολογικών ασθενών δεν είναι ακόμη μετρήσιμα τόνισε ο κ. Μπουκοβίνας, παραθέτοντας στοιχεία από έρευνα της ΕΟΠΕ στα μέλη της, η οποία έδειξε πως σε 40% των νέων διαγνώσεων η διάγνωση ήταν καθυστερημένη λόγω του πρώτου lockdown. Για να αποφύγουμε επομένως μια μεγάλη κρίση δημόσιας υγείας κατά τα επόμενα χρόνια, κατέληξε, απαιτείται μια πιο προοπτική θεώρηση της κατάστασης, καθώς η πανδημία του Covid δεν είναι η μόνη πανδημία που αντιμετωπίζουμε, αλλά συνέβη μέσα στην προϋπάρχουσα πανδημία καρκίνου.

Το «Αττικόν» είναι ένα μεγάλο νοσοκομείο, ένα από τα νοσοκομεία της Αττικής με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, εξυπηρετεί ένα πολύ ευρύ φάσμα ασθενών από όλες τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις και έχει το πολυπληθέστερο ίσως εξωτερικό ρευματολογικό ιατρείο στην Ελλάδα με περίπου 12.500 ασθενείς, ανέφερε ξεκινώντας την εισήγησή του ο επόμενος ομιλητής, κ. Δημήτριος Μπούμπας, Καθηγητής Παθολογίας-Ρευματολογίας, Διευθυντής της Δ’ Παθολογικής Κλινικής του Π.Γ.Ν. «Αττικόν» και Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών.

Στην πρώτη φάση της πανδημίας, υπήρχε διάχυτη ανησυχία στους ρευματοπαθείς σχετικά με το αν τα φάρμακα που λαμβάνουν οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα αυξάνουν την επιρρέπεια για νόσηση από Covid και αν η έκβαση των ασθενών αυτών σε περίπτωση που μολυνθούν με τον ιό θα είναι δυσχερέστερη. Στη συνέχεια ωστόσο, εκδόθηκαν ευτυχώς κατευθυντήριες οδηγίες που καθησύχασαν τους ασθενείς, καθώς διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για αυξημένη επιρρέπεια ή χειρότερη έκβαση. Βάσει των ανησυχιών αυτών, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας η προσέλευση ασθενών στο εξωτερικό ρευματολογικό ιατρείο του νοσοκομείου μειώθηκε σημαντικά, ενώ σημειώθηκαν και διακοπές της θεραπείας από ασθενείς λόγω του φόβου τους, ενώ στη δεύτερη φάση της πανδημίας το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε σε πολύ μικρότερο βαθμό. Βλέποντας βέβαια και τα θετικά της πανδημίας, επισήμανε ο κ. Μπούμπας, οι ασθενείς συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά την αξία των εμβολιασμών, ενώ επιπλέον καθώς διαπιστώθηκε ότι περίπου 50% των ασθενών είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία αξιοποιήθηκε στο έπακρο η άυλη συνταγογράφηση. Χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μεγάλη έκταση η συμβουλευτική των ασθενών από το τηλέφωνο, ενώ η μείωση των πραγματοποιούμενων συνεδρίων έθεσε τους ιατρούς περισσότερο στη διάθεση των ασθενών. Τι μάθαμε από αυτή την εμπειρία; ρώτησε ο ομιλητής. Μπορεί το πρώτο κύμα να μας έπιασε απροετοίμαστους, η αρχική ωστόσο έκπληξή μας στο δεύτερο κύμα υποχώρησε και συνειδητοποιήσαμε πως όλοι οι ασθενείς, με και χωρίς Covid, έχουν ίσα δικαιώματα στην υγεία. Στη δεύτερη φάση της πανδημίας, αναπτύχθηκε μια κουλτούρα συμμετοχικής ομαδικής αντιμετώπισης και τα αντανακλαστικά μας έγιναν σαφώς ταχύτερα. Τώρα, απαιτείται προγραμματισμός για να καλυφθούν τα όποια κενά υπάρχουν, ιδιαίτερα στις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη διάγνωση, υπογράμμισε ο κ. Μπούμπας.

Στα καρδιακά νοσήματα το πρόβλημα της καθυστερημένης διάγνωσης είναι πολύ σημαντικό και μπορεί να έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις, τόνισε η κ. Χριστίνα Χρυσοχόου, Καρδιολόγος, Διευθύντρια ΕΣΥ, Α’ Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Υπεύθυνη του Ιατρείου Καρδιακής Ανεπάρκειας. Η προτροπή της κοινωνικής αποστασιοποίησης και τα μέτρα της Πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας οδήγησαν σε μειωμένη προσέλευση των ασθενών στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, όπως και σε μειωμένες βέβαια εισαγωγές. Σε κάποιες καταγραφές που έγιναν, αποτυπώθηκε μια μείωση των εισαγωγών κατά 45% στην πρώτη φάση της πανδημίας και μάλιστα 25% αφορούσαν ασθενείς με οξέα στεφαναιαία σύνδρομα, οι οποίοι απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Ένα μέρος ασφαλώς των ποσοστών αυτών θα μπορούσε να εξηγηθεί ενδεχομένως από τη μείωση των προγραμματισμένων επεμβάσεων, αν και τίθεται και εδώ το ερώτημα σε ποιο βαθμό δεν είναι επείγουσα μια προγραμματισμένη επέμβαση. Ο χρόνος ωστόσο προσέλευσης των ασθενών με οξέα στεφανιαία σύνδρομα για αναζήτηση περίθαλψης είναι πολύ σημαντικός για την αντιμετώπισή τους, επισήμανε η ομιλήτρια. Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, βλέπουμε δυστυχώς βαρύτερης έντασης περιστατικά, ασθενείς με παραμελημένη καρδιακή ανεπάρκεια, ως αποτέλεσμα του φόβου που επικράτησε στο πρώτο κύμα. Με την κοινωνική αποστασιοποίηση, διαπιστώσαμε ότι πολλοί ασθενείς μπορούν να χειρίζονται την τεχνολογία, οπότε μπορούν να είναι σε επαφή με τους ιατρούς και τους νοσηλευτές τους, οι οποίοι από την άλλη θα πρέπει να κάνουν ένα καλό φιλτράρισμα των ασθενών που χρειάζεται να προσέλθουν σε δομή υγείας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, συνέχισε η κ. Χρυσοχόου, ότι η καρδιαγγειακή νόσος εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στον πληθυσμό και πλήττει κυρίως ασθενείς σε παραγωγική ηλικία, κάτι που σημαίνει πως δεν θα πρέπει να υπάρξει μείωση σε κλίνες, ιδίως σε κλίνες μονάδων εντατικής θεραπείας για οξέα στεφανιαία σύνδρομα. Διαπιστώσαμε με μεγάλη ικανοποίηση και ανακούφιση πως το σύστημα υγείας άντεξε και μπόρεσε να υποστηρίξει τους ασθενείς, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η εισηγήτρια, τώρα θα πρέπει να δούμε την επόμενη μέρα και να οργανωθούμε ακόμη καλύτερα ώστε να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενες μελλοντικές προκλήσεις.

Συζήτηση

Με το πέρας των ομιλιών, ο καθηγητής κ. Λιονής κάλεσε τους συμμετέχοντες να θέσουν τυχόν ερωτήσεις, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίθηκε η κ. Παππά και απευθυνόμενη στον κύριο Σερέτη τον ρώτησε εάν υπάρχουν προγράμματα για τη διατήρηση και διαχείριση του ποσοστού υγείας των χρόνιων ασθενών, προγράμματα πρόληψης, αγωγής και προαγωγής υγείας και πώς θα μπορούσαν να συμμετάσχουν τα κέντρα υγείας στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Την ερώτηση της συμπλήρωσε η κ. Αποστολίδου, η οποία ρώτησε τον ίδιο ομιλητή εάν και κατά πόσο είναι σήμερα έτοιμη η ΠΦΥ να εξυπηρετήσει ογκολογικούς ασθενείς και με ποιον τρόπο.

Απαντώντας, ο κ. Σερέτης ανέφερε πως έχει συσταθεί ήδη Επιτροπή για την κατάθεση προτάσεων σχετικά με το πώς θα μπορέσει η ΠΦΥ να βοηθήσει στην αντιμετώπιση στοχευμένων ογκολογικών ασθενών. Υπάρχουν ωστόσο, ασφαλώς, συμπλήρωσε, ορισμένες σοβαρές προϋποθέσεις, καθώς τα Κέντρα Υγείας θα πρέπει να διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό και εξοπλισμό για να μπορούν να κάνουν χημειοθεραπείες, αλλά ήδη έχουμε κάποια πρώτα παραδείγματα τέτοιων πρότυπων κέντρων υγείας στη χώρα μας.

Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στη διασύνδεση των ΚΥ με ένα δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο κέντρο αναφοράς, κάτι που σήμερα δεν υπάρχει, σχολίασε λαμβάνοντας το λόγο ο κ. Μπούμπας.

Η διασύνδεση με την ΠΦΥ αποτελεί όντως ένα σημαντικό θέμα που εξετάζεται, ωστόσο θα πρέπει να γίνει με επένδυση στην εκπαίδευση του προσωπικού των δομών ΠΦΥ κι όχι με μεταφορά εξειδικευμένου προσωπικού από νοσοκομεία, πρόσθεσε ο κ. Λιονής και ευχαρίστησε θερμά τους συμμετέχοντες ολοκληρώνοντας τις εργασίες της συνεδρίας.