Κριτική προσέγγιση της στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας

Μια «Κριτική προσέγγιση της στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας» επιχείρησαν οι κ.κ. Μανώλης Δερμιτζάκης και Σωτήρης Βανδώρος, στη συζήτηση που συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου την πρώτη μέρα του Συνεδρίου.

Ο κ. Τέλλογλου άνοιξε τη συζήτηση με αναφορά στην παράταση των αυστηρών μέτρων στη χώρα έως και τις 7 Ιανουαρίου με κλειστά τα σχολεία, την εστίαση και την ψυχαγωγία, και ζήτησε τα σχόλια των ομιλητών για τα μέτρα από την αρχή της πανδημίας και για το πώς οδηγηθήκαμε στην τρέχουσα κατάσταση.

Ο κ. Βανδώρος παρατήρησε πως στην πρώτη φάση η χώρα «έκλεισε» νωρίς, με καλά αποτελέσματα, και το καλοκαίρι ανέλαβε το ρίσκο να ανοίξει τον τουρισμό. Ωστόσο δεν λήφθηκαν υπόψη οι λεγόμενες «ενδογένειες» της επιδημίας, επισήμανε. Ανέφερε μερικά παραδείγματα μέτρων που ήταν απαραίτητα: τα περισσότερα τεστ στα σύνορα, η καθολική χρήση μάσκας από το καλοκαίρι, η ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς νωρίτερα, για την αποφυγή συνωστισμού. Τα παραπάνω μέτρα επηρεάζουν παράγοντες που αλληλεπιδρούν˙ η έλλειψη δεδομένων και η μεροληψία (bias) των στατιστικών δεδομένων έχουν ως αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ακριβώς τι συμβαίνει με την πανδημία. Για παράδειγμα τα rapid tests που διενεργούνται, έχει σημασία το πώς οργανώνονται, ώστε να λαμβάνουμε τα στοιχεία που θέλουμε.

Αν συγκρίνουμε τα στατιστικά που έχουμε στην Ελλάδα με εκείνα που υπάρχουν σε άλλες χώρες, από τη χώρα μας λείπουν τα μαζικά τεστ σε μεγάλη κλίμακα, όπως π.χ. στη Μ. Βρετανία, είπε ο κ. Βανδώρος. Επίσης, εδώ τα τεστ δεν έχουν γίνει με στατιστικά αμερόληπτο τρόπο, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Οι περισσότερες χώρες δεν ξέρουν πόσα κρούσματα έχουν, με την εξαίρεση της Κορέας που έκανε εκτεταμένα τεστ. Στα τεστ υπάρχει η αυτο-επιλογή, επισήμανε ο κ. Βανδώρος, δηλαδή τεστ κάνει κανείς με δική του πρωτοβουλία, ακόμη και ιδιωτικά, αν έχει συμπτώματα, ή αν φοβάται. Με αυτο-επιλογή προσέρχεται ο κόσμος για τα τεστ που παρέχονται από τον ΕΟΔΥ σε δημόσιους χώρους. Οι ερευνητές, εξήγησε ο κ. Βανδώρος, με μαθηματικά μοντέλα προσπαθούν να διορθώσουν αυτή τη στατιστική μεροληψία (bias), βάσει των πιθανοτήτων να κάνει κανείς τεστ, σε σχέση με τον χρόνο αναμονής, το κόστος κλπ.

Στην ερώτηση του κ. Τέλλογλου κατά πόσο απασχολεί τους επιστήμονες στα κέντρα λήψης αποφάσεων το γεγονός ότι 40% των θυμάτων το τελευταίο διάστημα, ήταν στα επαρχιακά νοσοκομεία, με πιο αδύνατες δομές και ενδεχομένως καταγραφή, ο κ. Δερμιτζάκης απάντησε ότι η ετερογένεια των δομών και του συστήματος υγείας όταν έρχονται αντιμέτωπες με μια νόσο με την πολυπλοκότητα της Covid-19, αποτελεί πρόβλημα. Τα μικρά, επαρχιακά νοσοκομεία -παρατήρησε- δέχονται μεγάλη πίεση που είναι πρωτόγνωρη γι’ αυτά. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο το ερώτημα αν υπάρχει ετερογένεια και στην υποστήριξη των ασθενών.

Σχολιάζοντας γενικότερα το γιατί φτάσαμε εδώ, ο κ. Δερμιτζάκης, συμφώνησε με τον κ. Βανδώρο και επισήμανε ορισμένους παράγοντες. Καταρχάς, τη χαλαρότητα του καλοκαιριού, οπότε χάθηκε η προηγούμενη εγρήγορση ως προς τα μέτρα. Το γεγονός ότι δόθηκαν λάθος μηνύματα στον κόσμο με τους πολιτικούς να λαμβάνουν μέρος σε συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Δόθηκε το σήμα ότι μπορούμε να επανέλθουμε σε αυτές τις δραστηριότητες και ο κόσμος κατάλαβε ότι έχει «κλείσει» το θέμα του κορωνοϊού. Σύμφωνα με εκτίμηση του κ. Δερμιτζάκη, περίπου 30% των κρουσμάτων ήρθαν από το εξωτερικό, μέσω των τουριστών που ενδεχομένως μετέδωσαν τον ιό χωρίς να νοσούν. Κάτι όμως που δεν δοκιμάστηκε καθόλου -είπε- ήταν η εφαρμογή αυστηρών μέτρων για μεγάλα διαστήματα, πριν φθάσουμε σε lockdown. Το παιχνίδι χάθηκε σύμφωνα με τον κ. Δερμιτζάκη, γιατί δεν έγινε αντιληπτή η εκθετική αύξηση που ξεκίνησε από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Αν είχαμε αυστηρά μέτρα από νωρίς, όπως τη χρήση μάσκας παντού, την εκτεταμένη τηλε-εργασία, μπορεί να μην χρειαζόταν να γίνει το locκdown, κατέληξε.

Αν και υπήρχε η σκέψη να επιβληθούν σοβαρότερα μέτρα νωρίτερα από την πολιτική ηγεσία, τελικά δεν προκρίθηκε, σχολίασε ο κ. Τέλλογλου, γιατί τα κρούσματα θεωρήθηκε ότι ήταν διαχειρίσιμα. Ωστόσο αποδείχθηκε το αντίθετο. Ο κ. Δερμιτζάκης σχολίασε πως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν παρόμοια λογική ως προς τα μέτρα, δηλαδή να λάβουν πιο ελαφρά μέτρα στην αρχή του χειμώνα για να συγκρατηθεί η εξάπλωση του ιού, και αν χρειαστεί να κλείσουν αργότερα. Η πολιτική διάσταση σε αυτό το σκεπτικό ήταν ότι το πολιτικό κόστος θα ήταν μικρότερο˙ το γεγονός ότι πολλές χώρες υιοθέτησαν την ίδια αντιμετώπιση θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι αυτό συμβαίνει γιατί η πανδημία είναι ένα εξωγενές φαινόμενο (όπως ένας σεισμός). Όμως ο έλεγχος της πανδημίας έχει να κάνει με τους χειρισμούς, δεν είναι εξωγενής παράγοντας, είπε ο κ. Δερμιτζάκης.

Ο κ. Τέλλογλου έθεσε το ερώτημα εάν με τα τεστ που είχαμε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, και ο κ. Δερμιτζάκης απάντησε πως η πολιτική αποφασίζει πόσα τεστ μπορούμε να κάνουμε πριν αποφασίσει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Ο ίδιος είχε προτείνει να γίνουν μαζικά τεστ σε όλους όσους μπαίνουν στη χώρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν εργαστηριακές υποδομές που μπορούμε να αναπτύξουμε γρήγορα, νέες τεχνολογίες που δίνουν τη δυνατότητα να παραχθεί μεγάλος αριθμός τεστ με αλληλούχιση του ιού, κλπ. Θα μπορούσαμε να χτίσουμε μια υποδομή για να κάνουμε έως και 200.000 τεστ την ημέρα. Διαθέτοντας περισσότερα τεστ, θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη στρατηγική. Σημαντικός δεν είναι μόνο ο αριθμός των τεστ αλλά και η φιλοσοφία, είπε ο κ. Δερμιτζάκης. Ο αριθμός των τεστ στην Ελβετία είναι περίπου ο ίδιος με της Ελλάδας, εκεί όμως η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη για τον πολίτη, γίνεται σε κρατικούς φορείς κάτι που διευκολύνει τον πληθυσμό. Αυτό είναι σημαντικό για να κάνουν τεστ οι «μεγάλοι μεταδότες» χωρίς μεγάλες πιθανότητες νόσησης, όπως οι είναι νέοι. Τα τεστ στις πλατείες, είναι η τελευταία προτεραιότητα, είπε ο κ. Δερμιτζάκης, καθώς έτσι δεν πετυχαίνουμε συγκεκριμένους στόχους (είτε τυχαιοποιημένο δείγμα, είτε κάλυψη εκείνων που έχουν συγκεκριμένη ανάγκη για τεστ).

Κοιτάζοντας μπροστά, οι κυβερνήσεις κάνουν αγώνα δρόμου -σχολίασε ο κ. Τέλλογλου- ώστε ο εμβολιασμός να είναι πιο γρήγορος από την κορύφωση του τρίτου κύματος της πανδημίας. Στην Αμερική έχει ξεκινήσει η συζήτηση εάν θα πρέπει να εμβολιαστούν πρώτα οι ευπαθείς ομάδες ή οι εργαζόμενοι στην πρώτη γραμμή (frontline workers). Πρόκειται για ένα πολύπλοκο ζήτημα που εμπεριέχει πολλά στοιχεία, κλινικά, επιδημιολογικά, οικονομικά και ηθικά, παρατήρησε ο κ. Βανδώρος, και παρότι δεν υπάρχει σωστή ή λάθος απάντηση, αναρωτήθηκε, αν δεν υπάρχουν οι frontline workers ποιος θα περιθάλψει τις ευπαθείς ομάδες; Επιπλέον, οι πρώτοι δίνουν αγώνα με κίνδυνο της ζωής τους για να περιθάλψουν όσους έχουν ανάγκη, επομένως η κοινωνία έχει ηθική υποχρέωση να τους προστατεύει. Επομένως εκείνοι θα πρέπει να εμβολιαστούν πρώτοι.

Πέρα από τα ζητήματα του ιού, η πανδημία έχει επιδράσει αρνητικά στην οικονομία, και η επιδείνωση της οικονομίας έχει επιπτώσεις στην υγεία και στην ψυχική υγεία. Το επιπλέον αυτό κόστος θα κληθούμε να το αναλάβουμε τους επόμενους μήνες και χρόνια. Ο κ. Βανδώρος εξέφρασε τον φόβο ότι η επιβάρυνση θα είναι μεγαλύτερη σε αυτή τη φάση, φορτώνοντας και το σύστημα υγείας περαιτέρω. Επομένως, γίνονται επιλογές ανάμεσα στο κόστος για την οικονομία και την αντιμετώπιση της πανδημίας, παρατήρησε.

Το θέμα του εμβολιασμού είναι πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό, είπε ο κ. Δερμιτζάκης, και θέλουμε να πετύχουμε αφενός να σταματήσουμε τη μετάδοση και αφετέρου να προστατεύσουμε τις ευπαθείς ομάδες από το να μπουν στα νοσοκομεία ή και να καταλήξουν. Επιπλέον, θέλουμε να αποτρέψουμε την επιβάρυνση του συστήματος υγείας, με τις συνέπειες που έχει αυτό και για τους μη-Covid ασθενείς. Ο εμβολιασμός των υγειονομικών θα μπορούσε να γίνει παράλληλα με αυτόν των ευπαθών ομάδων, πρότεινε ο κ. Δερμιτζάκης, τώρα που βρισκόμαστε σε lockdown. Ενδεχομένως και με ποσόστωση ευπαθών – υγειονομικών, και ανάλογα με τα κρούσματα ανά περιοχή. Είναι επίσης σημαντικό να ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό, ο εμβολιασμός να γίνει σε περίοδο με χαμηλό αριθμό κρουσμάτων -επισήμανε- καθώς τότε ο κίνδυνος να εμφανιστούν ανθεκτικά στο εμβόλιο στελέχη του ιού είναι πολύ μειωμένος. Είναι επιτακτική η ανάγκη για στρατηγική στον εμβολιασμό, πριν ξεκινήσουμε.

Υπάρχει και μια εναλλακτική στρατηγική, σε περίπτωση που δεν είμαστε σε lockdown, είπε ο κ. Δερμιτζάκης, και δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον ιό, να ξεκινήσει ο εμβολιασμός στους πληθυσμούς που συμμετέχουν περισσότερο στη μετάδοση, όπως οι νέοι, στους οποίους η διασπορά του ιού είναι μεγαλύτερη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούμε μεγαλύτερο τείχος έναντι της μετάδοσης. Αν καταφέρουμε να φθάσουμε στον εμβολιασμό του 60-70% του πληθυσμού, πάντως, απ’ όπου και να έχουμε ξεκινήσει, θα έχουμε επιτύχει την ανοσία της αγέλης, κατέληξε ο κ. Δερμιτζάκης.

Η απόφαση για αυστηρά μέτρα μέχρι τις 7 Ιανουαρίου, αποσκοπεί στο να έχουμε μειωμένη διασπορά του ιού όταν αρθούν τα μέτρα, κατά την 1η ή  τη 2η εβδομάδα του Ιανουαρίου, περίοδος που συμπίπτει με την έναρξη του εμβολιασμού στην Ελλάδα, είπε κλείνοντας τη συνεδρία ο κ. Τέλλογλου.