Μείωση της Βλάβης – Η εφαρμογή στην πράξη και ο αντίκτυπος στη Δημόσια Υγεία

Τα αποτελέσματα της στρατηγικής μείωσης της βλάβης στη δημόσια υγεία συζητήθηκαν το πρωί της τελευταίας ημέρας του Συνεδρίου, σε μία συνεδρία όπου παρουσιάσθηκαν η μέχρι σήμερα εμπειρία, οι πολιτικές και το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο και διερευνήθηκε η χρησιμότητα των φορολογικών κινήτρων, υπό την προεδρία του κ. Κώστα Αθανασάκη, Οικονομολόγου Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του ΠαΔΑ και Γενικού Διευθυντή του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας.

Λαμβάνοντας πρώτος το λόγο, ο κ. Γιώργος Καλαμίτσης, Πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών Ήπατος Ελλάδος «Προμηθέας» και του Liver Patients International, αναφέρθηκε στην «Εμπειρία από τη Μείωση της Βλάβης». Η στρατηγική μείωσης της βλάβης ξεκίνησε πριν από 2-3 δεκαετίες με αρχικό στόχο τον εθισμό και τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, επισήμανε ο κ. Καλαμίτσης, προβλήματα που ως τότε αντιμετωπίζονταν με πολιτικές ποινικοποίησης και τιμωρίας, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαρές συνέπειες στη δημόσια υγεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν τις πρώτες μεγάλες επιδημίες του HIV στους χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών, καθώς και άλλων λοιμωδών νοσημάτων όπως η ηπατίτιδα C, στην ομάδα αυτή του πληθυσμού, λόγω των ανεπαρκών μέτρων πρόληψης. Οι συνέπειες στη δημόσια υγεία γρήγορα έγιναν εμφανείς και τα συστήματα υγείας χρειάστηκε να αναθεωρήσουν την άποψή τους και να αρχίσουν με δειλά βήματα στην αρχή να εφαρμόζουν πολιτικές μείωσης της βλάβης. Οι πολιτικές αυτές επί της ουσίας αναγνωρίζουν ότι ο εθισμός είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο από το οποίο δυστυχώς κάποιοι άνθρωποι υπάρχει περίπτωση να μην ξεφύγουν ποτέ και ως εκ τούτου, ελλείψει μίας αποτελεσματικής μεθόδου αντιμετώπισης, θα πρέπει να εφαρμοσθούν κάποια μέτρα ώστε να μειωθεί η βλάβη που προκαλούν αυτές οι ουσίες, προσδιορίζοντας ως βλάβη τα λοιμώδη νοσήματα και το θάνατο. Έτσι, ξεκίνησαν τα προγράμματα υποκατάστασης, τα προγράμματα παροχής καθαρού ενέσιμου εξοπλισμού, τα οποία έχουν σημαντικά αποτελέσματα στη μείωση της επίπτωσης των λοιμωδών νοσημάτων, η δημιουργία χώρων εποπτευόμενης χρήσης με επίβλεψη ιατρικού προσωπικού κατά την τελευταία δεκαετία σε κάποιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, καθώς και τα προγράμματα ναλοξόνης, μίας ανταγωνιστικής των οπιοειδών ουσίας, η χορήγηση της οποίας μπορεί να αποτρέψει το θάνατο του χρήστη σε περίπτωση ανάγκης. Τα αποτελέσματα που έφεραν αυτές οι παρεμβάσεις στη δημόσια υγεία ήταν εντυπωσιακά, καθώς πολλά κράτη που εφάρμοσαν και τα τέσσερα αυτά προγράμματα είδαν σοβαρή μείωση στον επιπολασμό των λοιμωδών νοσημάτων στον πληθυσμό τους.

Όσον αφορά στο κάπνισμα, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε όλοι ότι υπάρχουν μετρήσιμα δεδομένα και στοιχεία που υποστηρίζουν τα οφέλη αυτών των πολιτικών και σε αυτό τον εθισμό. Υπάρχουν αρκετά δεδομένα για τα προϊόντα μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα που διατίθενται σήμερα -ηλεκτρονικό τσιγάρο, προϊόντα θέρμανσης του καπνού κ.λπ.- σχετικά με τη συμβολή τους στη διακοπή ή μείωση του καπνίσματος, τις συνέπειες για την υγεία κ.ά., τα οποία είναι πολύ σημαντικά και για τον καταναλωτή και για τους πολιτικούς δημόσιας υγείας, αλλά και για τους επιστήμονες. Θα πρέπει επομένως να δούμε όλοι μαζί τα στοιχεία και τα δεδομένα και ενδεχομένως κάποιες ανεξάρτητες αρχές δημόσιας υγείας στην Ελλάδα να προβούν σε μελέτες και να δημοσιοποιήσουν τα αποτελέσματά τους ώστε ο καταναλωτής να είναι ενημερωμένος και να γνωρίζει ποιες είναι οι επιλογές του. Το κάπνισμα είναι κι αυτό μια εξάρτηση, υπογράμμισε ο ομιλητής, από την οποία κάποιοι άνθρωποι είτε θα δυσκολευθούν πάρα πολύ να απαλλαγούν είτε δεν θα το καταφέρουν ποτέ και μιλάμε για ένα προϊόν το οποίο σκοτώνει αυτή τη στιγμή 50% των χρηστών του με βάση τα δεδομένα του ΠΟΥ. Συνεπώς, χρειαζόμαστε παραγωγή δεδομένων, από ανεξάρτητες αρχές τις οποίες μπορεί ο καταναλωτής να εμπιστευθεί, και φυσικά επιλογές, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Καλαμίτσης.

Στην επόμενη εισήγηση με τίτλο «Οι πολιτικές μείωσης της βλάβης υπό το πρίσμα της εξέλιξης της καπνιστικής συνήθειας στην Ελλάδα», η κ. Παναγιώτα Ναούμ, Συνεργάτης Έρευνας στο Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας, παρουσίασε αποτελέσματα από μια νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε για την καπνιστική συνήθεια στην Ελλάδα. Το 80% των ατόμων που προσπαθούν να διακόψουν το κάπνισμα, ανέφερε στην εισαγωγή της η κ. Ναούμ, χωρίς κάποια βοήθεια ή στήριξη, υποτροπιάζει μέσα σε ένα μήνα, και μόλις 3% επιτυγχάνει διακοπή του καπνίσματος. Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης μελέτης που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας για τη διερεύνηση της καπνιστικής συνήθειας στην υγεία του πληθυσμού σε περισσότερα από 2000 άτομα, με στόχο την αξιολόγηση των συμπεριφορών και των τάσεων στη χρήση προϊόντων καπνού ή νικοτίνης, έδειξαν ότι 34,4% των συμμετεχόντων καπνίζουν και ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους χρησιμοποιεί τον παραδοσιακό τρόπο καπνίσματος, ενώ πολύ μικρά ποσοστά χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό τσιγάρο ή προϊόντα θέρμανσης καπνού. Όσον αφορά στους μη καπνιστές, 62,3% δήλωσε ότι έχει δοκιμάσει στο παρελθόν τον παραδοσιακό τρόπο καπνίσματος και μικρότερα ποσοστά ότι έχουν δοκιμάσει ηλεκτρονικό τσιγάρο και προϊόντα θέρμανσης καπνού (13,6% και σχεδόν 9%, αντίστοιχα). Επιπλέον, περισσότερους από τους μισούς μη καπνιστές είναι πρώην καπνιστές παραδοσιακού τρόπου καπνίσματος (54,8%), με μικρότερα ποσοστά για τους άλλους δύο τρόπους καπνίσματος (19,9% και 10,6% για το ηλεκτρονικό τσιγάρο και τα προϊόντα θέρμανσης καπνού, αντίστοιχα). 45,8% του συνόλου των καπνιστών δήλωσαν ότι τους δόθηκε συμβουλή να σταματήσουν το κάπνισμα κατά τη διάρκεια κάποιας επίσκεψης σε ιατρό δημόσιου ή ιδιωτικού παρόχου υγείας εντός των 12 τελευταίων μηνών, με μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που έλαβαν τέτοια συμβουλή να είναι καπνιστές προϊόντων θέρμανσης καπνού (61,8%, σε σύγκριση με 56,9% για τον παραδοσιακό τρόπο καπνίσματος και 47,2% για το ηλεκτρονικό τσιγάρο). 52% του συνόλου των καπνιστών δήλωσαν ότι έχουν δοκιμάσει να σταματήσουν τη χρήση προϊόντων καπνού ή νικοτίνης στο παρελθόν (53,2% των καπνιστών παραδοσιακού τρόπου καπνίσματος, 48,9% των χρηστών ηλεκτρονικού τσιγάρου και 46,4% των χρηστών προϊόντων θέρμανσης καπνού).

Από αυτούς που δήλωσαν ότι έχουν κάνει τουλάχιστον μία προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος, 33,8% την έκανε πριν από περισσότερα από 5 χρόνια, ενώ επιπλέον η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που προσπάθησαν να σταματήσουν το κάπνισμα ήταν καπνιστές συμβατικών τσιγάρων και επέστρεψαν σε αυτόν τον τρόπο καπνίσματος μετά την αποτυχημένη τους προσπάθεια. 64,3% των καπνιστών στην κατηγορία του παραδοσιακού τρόπου καπνίσματος δεν είχαν κάνει ποτέ κάποια προσπάθεια μετάβασης σε ηλεκτρονικό τσιγάρο ή προϊόντα θέρμανσης καπνού, ενώ από αυτούς που δήλωσαν πως έχουν κάνει κάποια προσπάθεια μετάβασης ως κύριος λόγος γι’ αυτό αναφέρθηκε η συνολική βελτίωση της υγείας (79,5%). Στην ερώτηση που τέθηκε στους καπνιστές αν λόγω της πανδημίας -λαμβάνοντας υπόψη την επιβάρυνση που προκαλεί ο ιός στο αναπνευστικό- άλλαξαν τις καπνιστικές τους συνήθειες, μόλις 5,8% απάντησε θετικά, με τους περισσότερους εξ αυτών (53,8%) να δηλώνουν ότι μείωσαν τον αριθμό τσιγάρων που καπνίζουν και λιγότερους (28,8%) ότι σταμάτησαν το κάπνισμα.

Με την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου που ισχύει από το 2019 στη χώρα μας, δήλωσαν ότι “συμφωνούν έντονα” ή “συμφωνούν” 77,6% του συνόλου των συμμετεχόντων, 50% των καπνιστών και 92,2% των μη καπνιστών του δείγματος. Τονίζοντας την αναγκαιότητα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των διαφορετικών προσεγγίσεων στο πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της χώρας μας, η κ. Ναούμ ολοκλήρωσε την εισήγησή της, υπογραμμίζοντας τη σημασία εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας κυρίως σε επίπεδο ΠΦΥ, προκειμένου να ενθαρρύνουν τους καπνιστές για μείωση ή/και διακοπή του καπνίσματος και την αναγκαιότητα εύρεσης του σωστού μίγματος μεταξύ κανονιστικού πλαισίου και κινητοποίησης του πληθυσμού για βελτίωση της συμπεριφοράς.

Φαίνεται, σχολίασε ο κ. Αθανασάκης, ότι κάθε φορά που η κοινωνία μας είναι αντιμέτωπη με κάποια κρίση, βλέπουμε διαφορές στις συμπεριφορές των ατόμων και κυρίως στην καπνιστική συνήθεια. Η πτώση των εισοδημάτων με την οικονομική κρίση είχε στατιστικά σημαντική επίδραση τόσο στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος όσο και στην επιτυχία των προσπαθειών αυτών, εξήγησε. Η τωρινή συγκυρία που ζούμε, όπως φαίνεται από τα δεδομένα που παρουσιάσθηκαν από την κ. Ναούμ, συνέχισε ο κ. Αθανασάκης, δείχνει ότι για μία ακόμη φορά ο πληθυσμός των καπνιστών βρίσκεται σε μια αναζήτηση νέων τρόπων χρήσης προϊόντων καπνού ή νικοτίνης, με κύριο ζητούμενο ένα ασφαλέστερο υποκατάστατο έναντι του παραδοσιακού τρόπου καπνίσματος. Βεβαίως, στη χώρα μας υπάρχει και μία έντονη τάση για μείωση των καπνιζόμενων τσιγάρων, καθώς ο κατά κεφαλήν αριθμός των καπνιζόμενων τσιγάρων τα τελευταία 10-12 χρόνια έχει μειωθεί κατά περίπου 40%, επισήμανε ο κ. Αθανασάκης καλώντας στη συνέχεια τον κ. Φαρόπουλο να μιλήσει για το ρυθμιστικό πλαίσιο στις πολιτικές μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα.

Ο κ. Ιωάννης Φαρόπουλος, Επιστημονικός Σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας του ΥΥ, στην ομιλία του με τίτλο «Μείωση της βλάβης και κάπνισμα: Νέο Ρυθμιστικό πλαίσιο», αναφέρθηκε στην υλοποίηση του 4ου Άξονα του Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά του Καπνίσματος, το οποίο ανακοινώθηκε το Νοέμβριο 2019. Ο 1ος Άξονας του Σχεδίου αφορά στην πρόληψη, ο 2ος στην εξάλειψη του παθητικού καπνίσματος (αντικαπνιστικός νόμος), ο 3ος, στον οποίο απαιτείται ακόμη δουλειά επισήμανε ο ομιλητής, αφορά στην υποβοήθηση διακοπής του καπνίσματος και ο 4ος Άξονας αφορά στη μείωση της βλάβης και τη ρύθμιση των προϊόντων που πιθανώς μειώνουν τη βλάβη από το κάπνισμα. Ο 4ος Άξονας, που υλοποιήθηκε με το Άρθρο 36 του Ν. 4715/2020 ο οποίος ψηφίστηκε τον Ιούλιο, αποτελεί μία καινοτομία και μια ρεαλιστική ταυτόχρονα αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η Αρχή της πιθανής μείωσης της βλάβης υιοθετήθηκε για πρώτη φορά για το κάπνισμα ως μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας και δείχνει τον προσανατολισμό της κυβέρνησης προς την έρευνα και τις νέες τεχνολογίες, πρόσθεσε ο κ. Φαρόπουλος. Με το Άρθρο 36, συνέχισε, συνεχίζεται η απαγόρευση κάθε είδους διαφήμισης, προβολής και προώθησης των καπνικών προϊόντων χωρίς εξαίρεση, παρ’ όλα αυτά λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων υπάρχει ένα «φάσμα δυνητικού τροποποιημένου κινδύνου», οπότε θεσπίστηκε μια ισχυρή διαδικασία επιστημονικής αξιολόγησης του πιθανού αυτού τροποποιημένου κινδύνου με evidence-based κριτήρια. Η διαδικασία αυτή προβλέπει ότι μετά από προκλινικές και κλινικές μελέτες που θα απαιτηθούν θα ιεραρχηθεί η πιθανή μείωση της βλάβης και η Πολιτεία θα επιτρέψει, πάντα εντός του νόμου για τη διαφήμιση, την επικοινωνία του μειωμένου κινδύνου εφόσον αυτός έχει αποδειχθεί προς τον ενήλικα καπνιστή, με εμφανή και ευανάγνωστη ωστόσο προειδοποίηση ότι η χρήση του νέου προϊόντος δεν είναι ασφαλής και με εποπτεία για πιθανές παρενέργειες και παρακολούθηση των νέων στοιχείων που προκύπτουν.

Τα επόμενα βήματά μας, δήλωσε ο κ. Φαρόπουλος, είναι η συγκρότηση μίας Επιτροπής αξιολόγησης των αιτημάτων ισχυρισμών για μειωμένη βλάβη που θα βρίσκεται σε διαρκή συνεργασία με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς και θα παρακολουθεί τις διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις, η προτροπή στους κατασκευαστές και εισαγωγείς ηλεκτρονικών τσιγάρων και νέων καπνικών προϊόντων να σταματήσουν την αυθαίρετη τακτική επικοινωνίας τους σχετικά με υποτιθέμενη μειωμένη βλάβη και να υποβάλουν τα προϊόντα τους σε αντικειμενική, επιστημονική αξιολόγηση, η θέσπιση ενός Μητρώου για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και, φυσικά, η συνεχής παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς. Εδώ και έξι μήνες έχει δοθεί μία σιωπηρή παράταση και διορία στην καπνοβιομηχανία, η οποία τελειώνει, υπογράμμισε ο κ. Φαρόπουλος. Έχουμε συλλέξει όλα τα στοιχεία για τις online και offline καταχωρήσεις διαφήμισης που βλέπουμε και καλούμε την καπνοβιομηχανία να σταματήσει αμέσως αυτή την τακτική, καθώς υπάρχει πλέον ένα ισχυρό εργαλείο όπου μπορούν να υποβάλουν τα αιτήματά τους και να αξιολογηθούν, τόνισε ο κ. Φαρόπουλος ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του. Τέλος, πρόσθεσε, η πρόταση του κ. Καλαμίτση για μια ανεξάρτητη αρχή αξιολόγησης φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και οπωσδήποτε θα την εξετάσουμε.

Το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο είναι πραγματικά καινοτόμο και μας θέτει μπροστά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο ζήτημα της προσπάθειας για τη χρήση πολιτικών μείωσης της βλάβης με ένα δομημένο τρόπο, σχολίασε ο κ. Αθανασάκης.

Στη συνέχεια, ο κ. Γιώργος Μανιάτης, Υπεύθυνος Τμήματος Κλαδικών Μελετών στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στην ομιλία του «Είναι κίνητρο για λιγότερο επιβλαβείς επιλογές η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση του διαφοροποιημένου κινδύνου;», παρουσίασε μία μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα και είχε σκοπό την εξέταση της διαφορικής φορολογίας ως εργαλείου πολιτικής που βελτιώνει την κοινωνική ευημερία. Η μελέτη, ανέφερε ο ομιλητής, αποτυπώνει περιπτώσεις από τη διεθνή και την ελληνική εμπειρία εφαρμογής ειδικής φορολόγησης ή επιδότησης προϊόντων, η παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση των οποίων συνδέεται με σημαντικές εξωτερικές επιδράσεις, δίνοντας έμφαση στο αποτέλεσμα της ειδικής αυτής φορολόγησης στην κοινωνική ευημερία, και προσδιορίζει κάποιες αρχές στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ειδικών φόρων.

Διαφορική φορολογία, εξήγησε ο κ. Μανιάτης, είναι η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση ή η παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων ανάλογα με χαρακτηριστικά της φορολογικής βάσης. Είναι γνωστό πως διαφορικοί συντελεστές φορολογίας μπορεί να εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς φορολόγησης όπως το εισόδημα, η περιουσία ή η κατανάλωση. Η υπό παρουσίαση μελέτη, διευκρίνισε ο ομιλητής, εστιάζει στη διαφορική φορολόγηση ομάδων προϊόντων, στα οποία συνήθως επιβάλλονται ειδικοί φόροι (κατανάλωσης ή περιβαλλοντικοί) ή δίνονται φορολογικά και άλλα κίνητρα. Η ειδική φορολογία επιβάλλεται συνήθως με σκοπό την είσπραξη εσόδων, την εσωτερίκευση εξωτερικού κόστους, την αποθάρρυνση κατανάλωσης επιβλαβών προϊόντων, τη χρέωση χρήσης δημόσιων αγαθών και την παροχή κινήτρων και απαιτείται ποσοτική εκτίμηση της εξωτερικής της επίδρασης και συνυπολογισμός παραμέτρων, όπως οι ανισότητες, η φορολογική συμμόρφωση και το διοικητικό κόστος.

Η σημασία της ειδικής φορολόγησης στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε άλλα κράτη, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2017, 18,4% των εσόδων από τους φόρους κατανάλωσης προέρχονταν από τους ειδικούς φόρους, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Αυτό, συμπλήρωσε ο κ. Μανιάτης, μπορεί να υποδηλώνει μειωμένη αποτελεσματικότητα σε άλλες περιοχές του φορολογικού συστήματος ή/και συγκριτικά υψηλότερους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης. Κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των ειδικών φόρων που επιβάλλονται στην Ελλάδα έχουν τα καύσιμα και άλλα ενεργειακά προϊόντα, τα προϊόντα καπνού, τα οχήματα και τα οινοπνευματώδη ποτά, η ειδική ωστόσο φορολόγηση επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες χωρίς να υπάρχει σύνδεση με κάποια προσπάθεια διόρθωσης αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων. Περίπου 95% των εσόδων από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα καλύπτονται από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες, πρόσθεσε ο κ. Μανιάτης. Δίνοντας ένα παράδειγμα ειδικής φορολόγησης στη χώρα μας, ο εισηγητής ανέφερε τη μεγάλη αύξηση των συντελεστών ειδικού φόρου κατανάλωσης στα προϊόντα καπνού από το 2010, που οδήγησε σε σχεδόν διπλασιασμό της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης ανά μονάδα μεταξύ 2008 και 2018. Οι επιπτώσεις, σημείωσε, ήταν η σημαντική μείωση των πωλήσεων νόμιμων προϊόντων καπνού, με παράλληλη όμως εντυπωσιακή αύξηση της κατανάλωσης παράνομων τσιγάρων και η διάψευση της προσδοκίας για αύξηση των φορολογικών εσόδων.

Παρουσιάζοντας διάφορες περιπτώσεις διαφοροποίησης της φορολογίας από ευρωπαϊκές χώρες, όπως το φόρο άνθρακα στη Σουηδία, τη διαφοροποίηση της φορολογίας της μπύρας στην Ολλανδία, τη διαφορική φορολογία σε τσιγάρα και snus στη Σουηδία και τη διαφοροποίηση της φορολογίας της ηλεκτροκίνησης στη  Νορβηγία που είχαν όλες επιτυχή αποτελέσματα στο περιβάλλον και την υγεία του πληθυσμού, ο κ. Μανιάτης επισήμανε πως τα παραδείγματα από τη χώρα μας δείχνουν πως δυστυχώς στην Ελλάδα, συχνά, η ειδική φορολόγηση επιδιώκει μόνο την αύξηση των εσόδων.

Διατυπώνοντας κάποια συμπεράσματα, συνέχισε ο ομιλητής, ο σχεδιασμός των πολιτικών ειδικής φορολόγησης και παροχής φορολογικών κινήτρων ή επιδοτήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τον περιορισμό αρνητικών εξωτερικοτήτων ή βλαβών, ενώ επιπλέον η διαφορική φορολόγηση μπορεί να προωθήσει την καινοτομία και να στρέψει τη ζήτηση σε λιγότερο επιβλαβή προϊόντα ή την αγορά σε πιο «πράσινες» λύσεις. Επομένως, ολοκλήρωσε την παρουσίασή του ο κ. Μανιάτης, η φορολογική μεταχείριση είναι σκόπιμο να διαφοροποιείται ανάλογα με την έκταση των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων, ή αντίστοιχα η επιδότηση να κλιμακώνεται ανάλογα με τις θετικές εξωτερικές επιδράσεις, αλλά απαιτείται ανάλυση κόστους και οφέλους κάθε φορολογικής παρέμβασης, ώστε τα κίνητρα να είναι αποτελεσματικά, αλλά και να ελαχιστοποιείται η εμφάνιση δευτερογενών μη επιθυμητών επιπτώσεων.