Πολιτικές διαστάσεις της πανδημίας Covid-19

Η πολύ ενδιαφέρουσα συνεδρία δεν έχει να κάνει με πολιτική ανάλυση, αλλά θα ασχοληθεί με τις διαστάσεις της πολιτικής υγείας της πανδημίας Covid-19, διευκρίνισε στην εισαγωγή του ο συντονιστής της συνεδρίας Κυριάκος Σουλιώτης, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Τον λόγο πήρε πρώτος ο Άγις Τσουρός, Διεθνής Σύμβουλος Πολιτικής, Στρατηγικής και Διπλωματίας της Υγείας, επί σειρά ετών Διευθυντής Πολιτικής Υγείας Π.Ο.Υ. Ευρώπης και πλέον Επισκέπτης Καθηγητής στο Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος παρουσίασε τη μεγάλη εικόνα από την πανδημία, που έδειξε πόσο εύθραυστος και απροετοίμαστος ήταν ο κόσμος. Αναδείχθηκε ειδικότερα, η ελλιπής εφαρμογή του διεθνούς κανονισμού υγείας καθώς και η έλλειψη της απαιτούμενης διαφάνειας και διεθνούς αλληλεγγύης. Σχολίασε επίσης, ότι οι κρίσεις δεν αντιμετωπίζονται με πολιτική βούληση της στιγμής και αυτοσχεδιασμούς. «Η πανδημία δεν είναι “κατοστάρι” που μερικοί πίστεψαν πως το κερδίσαμε τον Απρίλιο αλλά μαραθώνιος αντοχής, συνέπειας, προνοητικότητας και στρατηγικής σκέψης», είπε χαρακτηριστικά, και τόνισε τη σημασία της εμπιστοσύνης του κοινού προς την πολιτεία.

Ο κ. Τσουρός, συμπλήρωσε αναφορικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας, πως δεν μιλάμε μόνο για πολιτικές ενίσχυσης των υπηρεσιών υγείας αλλά την υγεία, την ισότητα, την ευεξία, την βιωσιμότητα και την κοινωνική φροντίδα στο επίκεντρο όλων των πολιτικών μας. Οφείλουμε να μην απαξιώνουμε τους θεσμούς της δημόσιας υγείας με προσωρινά μέτρα, αλλά και να επιλέγουμε επαρκείς ανθρώπους να ηγούνται των υπηρεσιών και οργανισμών δημόσιας υγείας. Επίσης, η πανδημία μάς ανάγκασε να αντιληφθούμε πως δεν περιορίζεται στους ηλικιωμένους και αυτούς που πάσχουν από πολυνοσηρότητες, αλλά τους οικονομικά ασθενείς, τους φτωχούς, τους κοινωνικά αποκλεισμένους και εκείνους που γίνονται ευάλωτοι με τα μέτρα.

Η κρίση είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον κόσμο μας, είπε ο κ. Τσουρός, παραθέτοντας τα λόγια του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Antonio Guterres στο World Economic Forum (“Reset the world and reconstruct the world”, The Sustainable Development Goals Agenda (UN 2030). Χρειαζόμαστε ανθρωποκεντρικές πολιτικές και έμφαση στην κοινωνική οικονομία και στην κοινωνική συνοχή, υπογράμμισε, και όχι μόνο έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη. Η επόμενη μέρα, κατέληξε ο κ. Τσουρός, θα πρέπει να σημαίνει επένδυση σε μια διατομεακή κρατική δημόσια υγεία σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο -με κεντρικό τον ρόλο των δήμων. Η δημόσια υγεία είναι επένδυση στην άμυνα της χώρας, και πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, ύστερα από διάλογο και συναίνεση σε επιστημονικό, επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Τέλος, ο κ. Τσουρός αναφέρθηκε στην πρωτοβουλία του ιδρύματος Μποδοσάκη για μια νέα δημόσια υγεία στην Ελλάδα, η οποία θα περιλαμβάνει διαβούλευση όλων των ενδιαφερομένων, και θα ανακοινωθεί σύντομα και επισήμως.

Ο Γιάννης Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), σχολίασε ότι ο κ. Τσουρός έθεσε το πλαίσιο στο οποίο είναι δυνατό να οργανωθεί η δημόσια υγεία, και θέλησε να αποσαφηνίσει την έννοια της δημόσιας υγείας. Η δημόσια υγεία δεν αφορά τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας (το ΕΣΥ), αλλά αποτελεί έναν ξεχωριστό πυλώνα της πολιτικής υγείας, ο οποίος δυστυχώς στη χώρα μας είναι εξαιρετικά αδύναμος. Αυτό είναι εμφανές τώρα, στις συνθήκες της πανδημίας, καθώς θα ήμασταν πολύ πιο αποτελεσματικοί εάν είχαμε ήδη τους θεσμούς και τις υπηρεσίες, τόσο κεντρικά, όσο και στην περιφέρεια και τοπικά για να την αντιμετωπίσουμε. Ο κ. Τούντας σχολίασε αρνητικά τον νέο νόμο που ψηφίστηκε τον περασμένο Μάρτιο για τη δημόσια υγεία, ο οποίος κάνει ένα θετικό βήμα στον τομέα της πρόληψης, αλλά αγνοεί σημαντικά ζητήματα, όπως μια ισχυρή κεντρική υπηρεσία, το γεγονός ότι ένα βασικό κομμάτι της σύγχρονης δημόσιας υγείας είναι η προστασία της υγείας, που είναι εκείνο που κατεξοχήν ορθώνεται απέναντι σε κινδύνους όπως η τρέχουσα πανδημία, δεν αναφέρεται καν στον παραπάνω νόμο.

Η πτυχή των αναγκαίων πολιτικών δημόσιας υγείας, την οποία ανέλαβε να αναλύσει σε αυτή τη συνεδρία, ο κ. Τούντας είναι τα χρόνια νοσήματα τα οποία ιδίως εν καιρώ πανδημίας αποτελούν κρίσιμο παράγοντα, καθώς η προσοχή είναι στραμμένη στα κρούσματα Covid-19, στους διασωληνωμένους, κλπ. Ξεχνάμε, έτσι, ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι που έχουν ανάγκη από περίθαλψη και δεν μπορούν να τη λάβουν στον βαθμό που θα έπρεπε, και αυτοί είναι οι χρόνιοι ασθενείς. Αυτό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την Ελλάδα, εφόσον γνωρίζουμε ότι ένας στους τρεις πάσχει από χρόνιο νόσημα, και μάλιστα στον πληθυσμό άνω των 60 ετών η αναλογία είναι δύο στους τρεις. Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό των νέων άνω των 15 ετών στην Ελλάδα με ένα χρόνιο νόσημα ανερχόταν σε περίπου 40% το 2009, ενώ το ποσοστό αυτό έφτασε στο 54%, το 2018, που σημαίνει ότι αυξήθηκε σημαντικά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, είπε ο κ. Τούντας. Επίσης, ανέφερε ευρήματα των μελετών Hellas Health που πραγματοποιεί το ΕΚΠΑ σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, τα οποία δείχνουν υψηλά ποσοστά σε διάφορα νοσήματα, όπως υπέρταση, υπερχοληστεριναιμία, διαβήτη, οστεοαρθρίτιδα, καρκίνους, κλπ.

Στη συνέχεια, ο κ. Τούντας αναφέρθηκε στην έρευνα που έγινε από 7 καθηγητές από πανεπιστήμια της χώρας και τη «Διανέοσις» για το νέο ΕΣΥ, όπου καταγράφηκε σημαντικό πρόβλημα πρόσβασης των ασθενών στα χρόνια της κρίσης: ένας στους 5 δεν λάμβανε την αναγκαία φαρμακευτική περίθαλψη, κάτι που οφειλόταν κατά 70% στο κόστος. Επίσης καταγράφηκε ποσοστό άνω του 60% ασθενών με σοβαρά χρόνια νοσήματα που είχε πρόβλημα πρόσβασης στις αναγκαίες υπηρεσίες την ίδια περίοδο. Τα προβλήματα αυτά οφείλονταν τόσο στην οικονομική αδυναμία των ασθενών την περίοδο της κρίσης αλλά και στην επιδείνωση των παθογενειών του ΕΣΥ, κυρίως όσον αφορά την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση.

Εκτιμούμε -είπε ο κ. Τούντας- πως οι παράγοντες εκείνοι που επηρέασαν αρνητικά την περίθαλψη των χρονίων ασθενών κατά την οικονομική κρίση έχουν επιδεινωθεί κατά την πανδημία, καθώς συνεχίζεται η οικονομική δυσπραγία και μέρα με τη μέρα φτωχαίνουν περισσότερα άτομα λόγω της πανδημίας. Επιπλέον, το ίδιο το σύστημα υγείας έχει μετακυλήσει σημαντικό κομμάτι ανθρώπινων και οικονομικών πόρων στην περίθαλψη των θυμάτων της επιδημίας. Όταν μελετηθούν οι αρνητικές εξελίξεις αυτής της περιόδου στο μέλλον, θα δούμε πολύ υψηλότερα ποσοστά αδυναμίας σωστής περίθαλψης των χρονίων ασθενών στην Ελλάδα.

Τα μεγάλα κενά που διαπιστώνονται στον τομέα της περίθαλψης των χρονίων ασθενών, χρειάζεται πολύς χρόνος για να αναπληρωθούν, όπως υπολογίστηκε και στη μελέτη για το νέο ΕΣΥ, είπε ο κ. Τούντας. Μέχρι τότε αυτό που μπορούμε να κάνουμε για τους χρόνιους ασθενείς είναι να αξιοποιήσουμε την ψηφιακή υγεία βάζοντας σε εφαρμογή εργαλεία που ήδη χρησιμοποιούνται διεθνώς -και έχουν προσαρμοστεί για την Ελλάδα-, όπως η παρακολούθηση εξ αποστάσεως, η ενημέρωση για ζωτικές πληροφορίες, η δυνατότητα παροχής οδηγιών και συμβουλών, τόσο θεραπευτικές όσο και για τριτογενή πρόληψη. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν άμεσα, γιατί τα εργαλεία υπάρχουν. Αν η πολιτεία κινηθεί γρήγορα και στον τομέα της ψηφιακής υγείας, ειδικότερα όπως το έχει ήδη κάνει το Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης σε άλλους τομείς, θα λύσουμε μέρος του προβλήματος στο κοντινό μέλλον, κατέληξε ο κ. Τούντας.

Ο κ. Χρήστος Λιονής, Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, στην εισαγωγή της ομιλίας του για τον ρόλο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην πανδημία, παρατήρησε ότι, μιλώντας για τις πολιτικές, υπήρχαν ερευνητικές ομάδες που ήδη -προ πανδημίας- συζητούσαν για την ολοκληρωμένη φροντίδα υγείας και είχαν κάνει συστάσεις. Ειδικότερα, όπως ανέφερε, για τον προσανατολισμό των νέων μονάδων της ΠΦΥ στην κατεύθυνση της δημόσιας υγείας, για την καλύτερη διασύνδεση της δημόσιας υγείας με την ΠΦΥ και την ανταλλαγή πληροφοριών, για τη διεπαγγελματική συνεργασία, καθώς και για τον συντονισμό της φροντίδας από τις περιφερειακές και τοπικές υγειονομικές αρχές (το μοντέλο για οποίο μιλούσε και ο κ. Τσουρός). Η Ευρώπη, επισήμανε ο κ. Λιονής, πριν από την πανδημία μιλούσε και επένδυε για την ολοκληρωμένη, απαρτιωμένη φροντίδα υγείας, και έφερε το παράδειγμα του ευρωπαϊκού προγράμματος VIGOUR το οποίο έξι μήνες πριν την πανδημία είχε ως κύρια προτεραιότητα τη συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής φροντίδας, αλλά και στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη υπηρεσιών υγείας και πρόληψης νοσημάτων. Γίνεται εδώ και καιρό συζήτηση από τους ειδικούς της ΠΦΥ για τον σημαντικό ρόλο της γενικής ιατρικής και της ΠΦΥ την περίοδο της πανδημίας, στην έρευνα, την πολιτική υγείας αλλά και στις κλινικές υπηρεσίες, είπε ο κ. Λιονής. Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να έχουν ιδιαίτερες δεξιότητες που να εστιάζουν στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Αυτά δεν μόνο τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα, υπογράμμισε, αλλά και όσοι ζουν σε κοινωνική απομόνωση, τα άτομα με ιδιαίτερες ψυχικές ή ψυχολογικές ανάγκες, ή εκείνοι που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η εστίαση στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητας των ατόμων μέσα στην κοινότητα και στο ανθρώπινο δυναμικό είναι μια από τις σημαντικές προτεραιότητες της ΠΦΥ, υπογράμμισε ο κ. Λιονής.

Επίσης, οι ειδικοί έχουν επισημάνει, είπε ο κ. Λιονής, ότι ρόλος της ΠΦΥ ήταν να ενεργοποιήσει το σύστημα στην περίπτωση του κορωνοϊού, που είναι νόσημα της κοινότητας. Δυστυχώς, από την αρχή της πανδημίας, η αντιμετώπιση έχει εστιαστεί στα νοσοκομεία. Καταγράφεται επίσης, ότι οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό των πολιτικών δημόσιας υγείας δεν έχουν δώσει την απαραίτητη έμφαση στην ευαλωτότητα. Ο κ. Λιονής επίσης επισήμανε, ότι δεν έχει δοθεί προσοχή στις κλειστές δομές και δεν έχει υπάρξει μέριμνα για την επικοινωνία και την αλλαγή της συμπεριφοράς.

Ο ΟΟΣΑ έχει ανακοινώσει ήδη από το 2018-19 ότι στην Ελλάδα υπάρχει υψηλή δυσλειτουργικότητα και αναπηρία στα άτομα άνω των 65, πρόσθεσε ο κ. Λιονής, και έθεσε το ερώτημα σε ποιο βαθμό η χώρα μας έχει υιοθετήσει τις πολιτικές της ΕΕ για την Ενεργό & Υγιή Γήρανση, παρατηρώντας ότι αυτά τα ζητήματα δεν συζητήθηκαν εγκαίρως και τώρα βρισκόμαστε απροετοίμαστοι έναντι της πανδημίας.

Στο τελευταίο μέρος της ομιλίας του ο κ. Λιονής αναφέρθηκε στις σημερινές προτεραιότητες για την ΠΦΥ, σχολιάζοντας πως σκοπός των ομιλητών είναι να ασκήσουν κριτική και να κάνουν τις προτάσεις τους στην κυβέρνηση, που έχει αναζητήσει συνέργειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από την πανδημία. Όσον αφορά τον σχεδιασμό του Υπουργείου Υγείας, ο κ. Λιονής κατέθεσε τεκμηριωμένες απόψεις πολλών ειδικών οι οποίοι, συγκεκριμένα, σε αυτή τη δεύτερη φάση της πανδημίας, ζήτησαν η υποδοχή κλήσεων ασθενών ή ύποπτων κρουσμάτων να γίνεται από τις Περιφέρειες, αλλά αυτές να αναλάβουν και άλλα θέματα δημόσιας υγείας, όπως η ιχνηλάτηση. Επίσης, πρότειναν τη διενέργεια άμεσου διαγνωστικού ελέγχου με rapid test ή μοριακό τεστ από όλες τις δομές ΠΦΥ σε αστικές και αγροτικές περιοχές βάσει πρωτοκόλλων και αλγορίθμων, κάτι που θα βοηθούσε πολύ στη γρήγορη ιχνηλάτηση˙ και την παρακολούθηση όλων των ασθενών με επιβεβαιωμένο test και ήπια συμπτώματα στο σπίτι, που αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο αριθμό ασθενών με Covid-19. Στη συνέχεια, ο κ. Λιονής τόνισε την ανάγκη για σχεδιασμό και διενέργεια επαναλαμβανόμενων οροεπιδημιολογικών μελετών με αντισώματα, με βάση πρωτόκολλα του ΠΟΥ, για την παρακολούθηση της ανοσίας του πληθυσμού. Τέλος, προτάθηκε η ίδια ΠΦΥ μαζί με τα περιφερειακά πανεπιστήμια, την αυτοδιοίκηση και τους κοινωνικούς φορείς, να ασχοληθεί με τις ομάδες του πληθυσμού που διαβιούν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ώστε να τις προστατεύσει από την πανδημία, αλλά και να τις θωρακίσει απέναντι στα χρόνια νοσήματα, με σκοπό να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες για ακόμη μεγαλύτερη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης τα επόμενα χρόνιασε αυτές τις ομάδες.

Σημαντικό είναι να λάβει μέρος η ΠΦΥ στη στρατηγική για τον εμβολιασμό και να αναδειχθεί ο ρόλος της. Ο κ. Λιονής πρότεινε μεγαλύτερη συμμετοχή των γιατρών της πρωτοβάθμιας φροντίδας στον εμβολιασμό του πληθυσμού, οι οποίοι να αναλάβουν και την πρόσκληση των ατόμων, και με αυτή την αφορμή να υπηρετηθούν κι άλλες ανάγκες της ΠΦΥ. Μπορεί με ένα απλό ερωτηματολόγιο, να γίνει μια αποτύπωση των αναγκών υγείας του πληθυσμού για πρώτη φορά σε τέτοια έκτασης πληθυσμιακή βάση, να εκτιμηθεί το επίπεδο της κατανόησης της γνώσης για τους μείζονες κινδύνους της υγείας τους (παύοντας να θεωρούνται όσοι δεν κατανοούν την ανάγκη για εμβολιασμό ως «ψεκασμένοι»). Επίσης, θα μπορούσε να εκτιμηθεί η εμβολιαστική κάλυψη και για άλλα εμβόλια, αναπτύσσοντας το εθνικό μητρώο εμβολιασμών και τέλος, να παρασχεθούν με βάση τη μεθοδολογία της πολύ σύντομης συμβουλής των 2-3 λεπτών, οδηγίες αλλαγής συμπεριφοράς και ενδυνάμωσης σε κρίσιμα ζητήματα. Ο κ. Λιονής κάλεσε την πολιτική ηγεσία και όλους όσοι έχουν την τεχνογνωσία και την εμπειρία, τις δημοσιεύσεις και την τεκμηρίωση να συμβάλουν στο τεράστιο έργο που έχει αναλάβει η σημερινή διακυβέρνηση.

Για τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες της πανδημίας COVID-19 μίλησε ο Ηλίας Κυριόπουλος, Fellow στα Οικονομικά της Υγείας στο Τμήμα Πολιτικής Υγείας, London School of Economics and Political Science (LSE).

Η πρόσφατη πανδημία της COVID-19 έχει επιφέρει σημαντικές αναταράξεις και ανακατατάξεις στην κοινωνική και οικονομική ζωή σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παγκόσμια οικονομία πρόκειται να συρρικνωθεί κατά περίπου 4-5% το 2020, ενώ η ύφεση θα προσεγγίσει το 5,8% του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες, ανέφερε ο κ. Κυριόπουλος. Η μεγάλη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είναι το αποτέλεσμα ισχυρών και αλληλένδετων κραδασμών, τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και σε εκείνη της ζήτησης, με τεράστιες συνέπειες στο παγκόσμιο εμπόριο, την επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα, την αγορά εργασίας και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Παράλληλα, πρόσθεσε ο κ. Κυριόπουλος, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης -ένας σύνθετος δείκτης που συνεκτιμά το επίπεδο εισοδήματος, το προσδόκιμο επιβίωσης και το επίπεδο εκπαίδευσης παγκοσμίως- εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί το 2020. Είναι η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος δείκτης μειώνεται από το 1990, οπότε και άρχισε ο υπολογισμός του σε ευρεία κλίμακα.

Στο σημείο αυτό, ο κ. Κυριόπουλος έθεσε αυτό που χαρακτήρισε ως κρίσιμο ερώτημα, αν, δηλαδή, πλήττονται όλοι και σε ίδια ένταση από αυτή την πρωτοφανή κρίση. Τα διαθέσιμα δεδομένα σε διεθνές επίπεδο αναδεικνύουν τις υφιστάμενες σημαντικές υγειονομικές ανισότητες: η θνησιμότητα από τον κορωνοϊό και ο αριθμός των κρουσμάτων είναι σημαντικά υψηλότερα στις υποβαθμισμένες περιοχές, καθώς και μεταξύ των πλέον ευάλωτων κοινωνικοοικονομικών ομάδων και φυλετικών μειονοτήτων.

Παράλληλα, αναδεικνύονται σημαντικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις, εξαιτίας της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας και της κατάτμησης της αγοράς εργασίας κατά την περίοδο της πανδημίας, επισήμανε ο κ. Κυριόπουλος. Ενδεικτικά, οι χαμηλόμισθοι και οι εργαζόμενοι με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης τείνουν να εργάζονται σε κλάδους στους οποίους δεν υπάρχει εύκολη δυνατότητα τηλεργασίας και ως εκ τούτου πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Υπό την έννοια αυτή, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα ανεργίας ή επαπειλούμενης εργασίας με μειωμένο ωράριο. Στον αντίποδα, οι εργαζόμενοι σε κλάδους με ευελιξία στην τηλεργασία -οι οποίοι δεν πλήττονται ανάλογα από την πανδημία- είναι συνήθως πιο υψηλόμισθοι και με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Πλην των ανισοτήτων στην υγεία, το εισόδημα και την αγορά εργασίας, παρατηρείται όξυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, εξαιτίας και της αναγκαίας χρήσης τεχνολογικών μέσων κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο αναδεικνύουν ότι οι μαθητές που προέρχονται από πλούσιες οικογένειες που ανήκουν στο υψηλότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο αφιερώνουν περίπου 30% περισσότερο χρόνο στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και έχουν καλύτερη πρόσβαση στα διαδικτυακά μέσα διδασκαλίας συγκριτικά με τους λιγότερο προνομιούχους μαθητές. Κατά αυτή την έννοια, παρατηρείται «άνοιγμα της ψαλίδας» σε όρους μαθησιακού χρόνου και (ενδεχομένως) εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, γεγονός που συνιστά ένα σοβαρό κοινωνικοοικονομικό ζήτημα που χρήζει προσοχής και παρεμβάσεων υπό την οπτική της κοινωνικής πολιτικής. Η συγκεκριμένη επισήμανση είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένης της υψηλής συσχέτισης του εκπαιδευτικού χρόνου και των μελλοντικών εισοδημάτων (returns on education).

Όπως πρόσφατα επισημάνθηκε σε άρθρο των New York Times, η πανδημία διευρύνει τις ανισότητες στα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα όπως είναι η υγεία, το εισόδημα και η εκπαίδευση. Παράλληλα, όμως οι ανισότητες επιδεινώνουν την έκταση της πανδημίας και δημιουργούν έναν ανατροφοδοτούμενο κύκλο πανδημίας-ανισότητας. Άλλωστε, έχει πολλαπλώς τεκμηριωθεί ότι οι μη προνομιούχοι έχουν χειρότερους δείκτες υγείας, και ο κορωνοϊός δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την εμπειρική διαπίστωση. Κατ’ αυτή την έννοια, και ιδίως στην παρούσα συγκυρία, υπογράμμισε ο κ. Κυριόπουλος, η αντιμετώπιση των ανισοτήτων δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ιδεολογίας ή μια υποκειμενική θέση υπέρ του κοινωνικού κράτους. Είναι, πρωτίστως, αναπόσπαστο μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση της μείζονος υγειονομικής κρίσης.

Κλείνοντας την εισήγησή του ο κ. Κυριόπουλος παρατήρησε ότι το ζήτημα των ανισοτήτων αποτελεί ένα καίριο και κομβικό θέμα στο δημόσιο διάλογο παγκοσμίως, με μια σειρά κορυφαίων οργανισμών και αναλυτών να επιζητούν απαντήσεις σε όρους χάραξης των κατάλληλων δημόσιων πολιτικών. Ωστόσο, δεν έχει αναλυθεί επαρκώς στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσθεσε, χρειάζεται ενδελεχής επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις ώστε να ελεγχθούν και να αμβλυνθούν οι διαφαινόμενες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της πρωτοφανούς κρίσης. Η επισήμανση αυτή αποκτά πολλαπλή σημασία για τη χώρα μας δεδομένου ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της δεκαετούς οικονομικής κρίσης είναι πρόσφατες και τα πλήγματα δεν έχουν επουλωθεί πλήρως.

Μετά την ολοκλήρωση των ομιλιών απαντήθηκε σειρά ερωτήσεων από το κοινό που συμμετείχε ενεργά στη συνεδρία.