Σύγχρονη επιδημιολογική επιτήρηση της πανδημίας SARS-CoV-2

 

Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσίασε τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου η συνεδρία με θέμα «Σύγχρονη επιδημιολογική επιτήρηση της πανδημίας SARS-CoV-2», η οποία διεξήχθη υπό την προεδρία του κ. Σωτήρη Τσιόδρα, Καθηγητή Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, και του κ. Άγγελου Χατζάκη, Καθηγητή Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

Όλοι γνωρίζουμε την καίρια σημασία της επιδημιολογίας στην παρακολούθηση τόσο της παρούσας πανδημίας όσο και κάθε άλλης επιδημίας, επισήμανε ο κ. Χατζάκης, αναφέροντας πως στην αντιμετώπιση της πανδημίας χρησιμοποιήθηκαν τόσο παραδοσιακά όσο και ορισμένα καινοτόμα εργαλεία.

Όσοι ασχολούνται με την επιδημιολογία και τα λοιμώδη νοσήματα γνωρίζουν πόσο σημαντικό είναι να έχουμε μια καθαρή εικόνα για τα δεδομένα και να έχουμε εικόνα μιας επιδημίας στο χώρο και στο χρόνο ώστε να μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού της, πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση μιας επιδημίας με παγκόσμιες προεκτάσεις, δήλωσε ο κ. Τσιόδρας, ευχαριστώντας όλους τους ομιλητές για τη συμμετοχή τους και δίνοντας το λόγο στον πρώτο εισηγητή, κ. Δρακόπουλο, ο οποίος όπως ανέφερε έχει αναπτύξει καινοτόμα εργαλεία επιδημιολογικής επιτήρησης που εφαρμόσθηκαν στη χώρα μας βοηθώντας μας να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα της νόσου.

Ο κ. Kίμων Δρακόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής στην Επιστήμη των Δεδομένων, στη Σχολή Marshall του Πανεπιστημίου Νότιας Καλιφόρνιας, στην ομιλία του με τίτλο «Πρόγραμμα EVA: Χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο μηχανικής εκμάθησης για τον έλεγχο των ταξιδιωτών στις πύλες εισόδου της χώρας» ανέλυσε το πρόγραμμα που ανέπτυξε με την ομάδα του για τη βελτίωση της επιδημιολογικής επιτήρησης του ιού στη χώρα μας. Η Ελλάδα είχε κατά την πρώτη φάση της πανδημίας μια συντηρητική απόκριση, που έφερε πολύ καλά αποτελέσματα, ανέφερε ο ομιλητής, ωστόσο το καλοκαίρι μετά την οδηγία της ΕΕ και για οικονομικούς λόγους χρειάστηκε να ανοίξει τα σύνορα και να επιτρέψει τα ταξίδια από το εξωτερικό. Το αρχικό πρωτόκολλο που ακολουθήθηκε περιλάμβανε τυχαίο έλεγχο στα αεροδρόμια και υποχρεωτικό pcr ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα κάθε χώρας. Μετά τη συμμετοχή της ομάδας μας και πολλές συζητήσεις με την ομάδα των επιδημιολόγων, συνέχισε ο κ. Δρακόπουλος, καταλήξαμε σε ένα κλειστό σύστημα επιδημιολογικής παρατήρησης, ένα πραγματικού χρόνου σύστημα βελτιστοποίησης (EVA), το οποίο κατανέμει τα διαθέσιμα τεστ στους επιβάτες που πρόκειται να έρθουν την επόμενη μέρα με το βέλτιστο τρόπο και μέσω αυτού παρέχει ένα εργαλείο πραγματικού χρόνου επιδημιολογικής παρατήρησης κάθε χώρας από την οποία έχουμε εισροές. Στόχος του συστήματος ήταν να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα των τεστ που γίνονται, εντοπίζοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια βάσει των χαρακτηριστικών τους τους επιβάτες που έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι θετικοί και πρέπει να ελεγχθούν. Οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε αφορούσαν στον καθορισμό των συγκεκριμένων  «τύπων» επιβατών που ήταν πιο πιθανόν να είναι θετικοί με βάση τα χαρακτηριστικά τους, καθώς δεν διατίθενται απεριόριστα τεστ και έπρεπε να κατανεμηθούν σωστά στις πύλες εισόδου.

Οι βελτιώσεις που έγιναν επέτρεψαν στο σύστημα να επιτύχει καλύτερη στόχευση των τεστ, με αποτέλεσμα τους μήνες που η χώρα μας είχε πραγματικά ανάγκη, τους μήνες δηλαδή που είχαμε μεγάλη εισροή ταξιδιωτών, να έχουμε διπλάσια έως τριπλάσια αποδοτικότητα των τεστ σε σύγκριση με τον τυχαίο έλεγχο. Πρακτικά, συνέχισε ο ομιλητής, αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιώντας 7.500 τεστ στα σύνορα ήταν σαν να κάναμε 15.000-22.500 τεστ, σε σύγκριση με τον τυχαιοποιημένο έλεγχο. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα του συστήματος είναι ότι προσφέρει πραγματική εικόνα της θετικότητας του πληθυσμού, επιτρέποντάς μας να προβλέψουμε την επιδημία που πρόκειται να έρθει 2-3 εβδομάδες πριν να συμβεί. Εντοπίζοντας τη θετικότητα στους ασυμπτωματικούς, εντοπίζουμε τη διασπορά στην κοινότητα πολύ προτού μεταφραστεί σε μολύνσεις. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, ο πολλαπλασιαστικός παράγοντας της αποδοτικότητας του συστήματος φθάνει στο διπλάσιο έως τετραπλάσιο, κάτι που σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα 7.500 τεστ με το σύστημά μας αντιστοιχεί σε 15.000-30.000 τεστ με τυχαίο έλεγχο, κατέληξε ο κ. Δρακόπουλος.

Τη σκυτάλη έλαβε στη συνέχεια ο κ. Θεόδωρος Λύτρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος παρουσίασε την «Εκτίμηση του στιγμιαίου πραγματικού αναπαραγωγικού ρυθμού (Rt) κατά την πρώτη φάση της πανδημίας Covid-19 στην Ελλάδα». Διευκρινίζοντας αρχικά τη διαφορά μεταξύ βασικού αναπαραγωγικού αριθμού (R0), πραγματικού αναπαραγωγικού αριθμού (R) και στιγμιαίου πραγματικού αναπαραγωγικού αριθμού (Rt), ο ομιλητής εξήγησε πως το R0 αναφέρεται στον αριθμό ατόμων που μολύνει κάθε υπάρχον κρούσμα σε έναν πλήρως επίνοσο πληθυσμό χωρίς μέτρα ελέγχου, το R αναφέρεται στον αριθμό ατόμων που μολύνει κάθε υπάρχον κρούσμα σε πραγματικές συνθήκες -με μέτρα ελέγχου και προϋπάρχουσα ανοσία σε ένα ποσοστό του πληθυσμού- και το Rt είναι το R σε μία δεδομένη χρονική στιγμή (t), ο ρυθμός δηλαδή με τον οποίο «τρέχει» η επιδημία σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. Αυτό σημαίνει, συνέχισε ο κ. Λύτρας, πως αν το Rt σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι >1 η επιδημία αυξάνει εκθετικά, αν είναι <1 φθίνει (επίσης εκθετικά), ενώ εάν είναι =1 η επιδημία συντηρείται.

Το Rt εκφράζει στην πραγματικότητα τις συνθήκες μετάδοσης της επιδημίας, εξαρτάται δηλαδή από τη συμπεριφορά μας (την κινητικότητά μας, την τήρηση ή μη των μέτρων, την έγκαιρη ή μη απομόνωση των κρουσμάτων), εκφράζει την τάση μιας επιδημίας και όχι το μέγεθος της διασποράς στην κοινότητα. Ο υπολογισμός του Rt αντιμετωπίζει μία σειρά από προβλήματα, όπως τη λήψη χρονικά έγκυρων εκτιμήσεων (καθώς η ανίχνευση ενός κρούσματος μία δεδομένη χρονική στιγμή αντιστοιχεί σε μόλυνση που συνέβη νωρίτερα), τις καθυστερήσεις στην παρατήρηση των κρουσμάτων, τις διακυμάνσεις στην ανίχνευση των κρουσμάτων (τα κρούσματα που ανιχνεύονται είναι μικρό ποσοστό των πραγματικών μολύνσεων), καθώς και το συνυπολογισμό των εισαγόμενων κρουσμάτων. Για να αντιμετωπισθούν οι δυσκολίες αυτές, συνέχισε ο κ. Λύτρας, η ομάδα μας επέκτεινε τη μέθοδο υπολογισμού του Rt των Cori et al., προσθέτοντας διόρθωση για τις καθυστερήσεις στη διάγνωση και εκτίμηση για τις ημερομηνίες έναρξης συμπτωμάτων που λείπουν και την πιθανή ημερομηνία μόλυνσης. Η χρήση της μεθόδου έδειξε πως το Rt από 1,5 που ήταν πριν από τη λήψη των πρώτων μέτρων άρχισε να μειώνεται γρήγορα και διατηρήθηκε κάτω του 1 μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Ωστόσο, λίγο μετά το άνοιγμα των συνόρων και την εισροή τουριστών, ο αριθμός εγχώριων κρουσμάτων στην κοινότητα άρχισε πάλι να αυξάνεται. Το Rt φάνηκε επίσης ότι έχει σημαντική συσχέτιση με την κινητικότητα του πληθυσμού, καθώς κάθε 10% αύξηση στην κινητικότητα οδηγούσε σε 8,1% αύξηση του Rt, κάτι που δείχνει ότι τα δεδομένα κινητικότητας μπορούν να χρησιμεύσουν ως ένα υποκατάστατο του Rt. Στη δεύτερη φάση της πανδημίας, μετά το καλοκαίρι, επισήμανε ο κ. Λύτρας, είχαμε διαθέσιμες ακόμη καλύτερες μεθοδολογίες εκτίμησης του Rt με σημαντικά βελτιωμένη απόδοση. Στη δεύτερη αυτή φάση είχαμε πολύ περισσότερα βαριά κρούσματα και θανάτους, τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα για πιο αξιόπιστο υπολογισμό του Rt. Από το Σεπτέμβριο λοιπόν και μετά, βλέπουμε αυξημένο Rt, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ σήμερα είμαστε σε Rt = 1 ή λίγο κάτω από το 1, το οποίο αναμένεται ότι το επόμενο διάστημα θα αντικατοπτρισθεί και στους αριθμούς κάλυψης κλινών ΜΕΘ. Επομένως, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο ομιλητής, το Rt αποτελεί πολύτιμο δείκτη παρακολούθησης της εξέλιξης της πανδημίας και η έγκυρη εκτίμηση που προσφέρει δίνει τη δυνατότητα προσαρμογής των μέτρων ελέγχου προτού γίνει ορατή η μεταβολή των κρουσμάτων προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Στόχος τώρα, συμπλήρωσε ο κ. Λύτρας, μέχρι να έρθει το εμβόλιο στη χώρα μας, πρέπει να είναι η διατήρηση της ελάχιστης κοινωνικής αποστασιοποίησης που διασφαλίζει Rt≤1 και ρυθμό επίπτωσης κρουσμάτων εντός των δυνατοτήτων του συστήματος υγείας.

Στη συνέχεια, η Σύμβουλος Διαχείρισης Κρίσεων στην Πολιτική Προστασία κ. Αγγελική Μπισταράκη, στην εισήγησή της με τίτλο «Διαδικτυακή εφαρμογή ιχνηλάτησης και αποτελέσματα μελέτης των συρροών SARS-CoV-2 κατά τη διάρκεια της ιχνηλάτησης», περιέγραψε το θεωρητικό πλαίσιο της διαδικασίας ιχνηλάτησης και παρουσίασε το περιβάλλον της εφαρμογής ιχνηλάτησης, καθώς και ορισμένα ενδιαφέροντα στατιστικά δεδομένα που εξήχθησαν από τη χρήση της εφαρμογής. Όλοι γνωρίζουμε πως ο χρόνος επώασης του ιού κυμαίνεται από 2 έως 14 ημέρες, ανέφερε η ομιλήτρια, και ότι 50% των περιστατικών θα εμφανίσουν συμπτώματα 5 ημέρες μετά τη μόλυνσή τους, δεδομένα τα οποία μας βοηθούν σημαντικά στην εύρεση των στενών επαφών ενός επιβεβαιωμένου κρούσματος. Την 5η-6η ημέρα έχουμε την κορύφωση της μολυσματικότητας, η οποία ξεκινά την 3η ημέρα και διαρκεί έως και 14 ημέρες, γι’ αυτό το λόγο αναζητούμε τις στενές επαφές 2 ημέρες πριν από την έναρξη συμπτωμάτων. Επομένως, κατά την ιχνηλάτηση των στενών επαφών, αναζητούμε άτομα που ήρθαν σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα εντός 48 ωρών πριν από την έναρξη συμπτωμάτων, ή πριν από τη δειγματοληψία σε ασυμπτωματικά κρούσματα, έως και 14 ημέρες μετά. Η ιχνηλάτηση έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον περιορισμό της πανδημίας, υπογράμμισε η κ. Μπισταράκη, καθώς θέτοντας έστω και μία επαφή επιβεβαιωμένου κρούσματος σε καραντίνα επιτυγχάνεται πολύ σημαντική μείωση της διασποράς του ιού. Η διαδικτυακή εφαρμογή που αναπτύχθηκε, συνέχισε η εισηγήτρια, καθιστά ευκολότερη τη διαχείριση των κρουσμάτων και των στενών επαφών τους, έχοντας ως στόχο τον ταχύτερο εντοπισμό των στενών επαφών, την απομόνωσή τους και την παροχή συστάσεων για παρακολούθηση της υγείας τους και έγκαιρη λήψη θεραπείας σε περίπτωση που εκδηλώσουν συμπτώματα. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της εφαρμογής αυτής είναι η αποτελεσματικότερη αποθήκευση και διαχείριση δεδομένων, η ευκολότερη αναζήτηση και επεξεργασία τους, η δυνατότητα ταξινόμησης των πληροφοριών και, το σημαντικότερο, η ανάλυση των δεδομένων και η εξαγωγή συμπερασμάτων με σκοπό την περαιτέρω μείωση της διασποράς του ιού. Παρουσιάζοντας κάποια στατιστικά δεδομένα που προέκυψαν από την ιχνηλάτηση σε όλη την ελληνική επικράτεια από την αρχή της πανδημίας έως τις 30/11/2020, η κ. Μπισταράκη ανέφερε πως σε σύνολο 103.788 ιχνηλατηθέντων κρουσμάτων, ιχνηλατήθηκαν 190.805 στενές επαφές τους, αριθμός που αντιστοιχεί σε μέση ποσοστιαία κάλυψη των επαφών 93,59%. Η ανάλυση των στατιστικών δεδομένων μάς δίνει ορισμένα ενδιαφέροντα αποτελέσματα, δήλωσε η ομιλήτρια, όπως το μεγάλο βαθμό συναναστροφής των νεαρής ηλικίας ενηλίκων (18-23 ετών) μεταξύ τους (79%) ο οποίος ενέχει επιδημιολογικό κίνδυνο, τη μεγαλύτερη συχνότητα κρουσμάτων στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους και τους μαθητές, καθώς και τη μεγαλύτερη συχνότητα στενών επαφών στην κατηγορία των μαθητών και συχνότερο τύπο επαφής την κοινή στέγη, κάτι που σημαίνει σημαντική ενδοοικογενειακή διασπορά. Μία επιπλέον παρατήρηση που έχει γίνει, συμπλήρωσε η κ. Μπισταράκη, είναι πως οι μαθητές ενώ έχουν χαμηλό αριθμό κρουσμάτων έχουν υψηλό δείκτη μεταδοτικότητας, καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα σχεδόν όλες οι επαφές των μαθητών που μολύνονται από τον ιό γίνονται κρούσματα. Το σίγουρο είναι, κατέληξε η εισηγήτρια, πως ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσετε τον εαυτό σας και τους άλλους είναι να μείνετε σπίτι για 14 ημέρες, αν νομίζετε πως έχετε εκτεθεί σε κάποιον που έχει Covid-19.

Η συνεδρία συνεχίστηκε με τον κύριο Χρήστο Χατζηχριστοδούλου, Καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και τις οροεπιδημιολογικές μελέτες της νέας πανδημίας. Για τις περιπτώσεις ήπιας και μέτριας συμπτωματολογίας, η ορολογική διάγνωση της COVID-19 είναι ιδιαίτερα σημαντική, ενώ ο πιο ευαίσθητος ορολογικός δείκτης είναι τα ολικά αντισώματα που αυξάνονται συνήθως από τη δεύτερη εβδομάδα από την έναρξη των συμπτωμάτων. Οι ασυμπτωματικοί έχουν χαμηλότερο τίτλο από τους συμπτωματικούς, μεταβάλλουν τα αντισώματα έπειτα από 8 εβδομάδες και τα αρνητικοποιούν, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που τα αντισώματα πέφτουν κάτω από το όριο της ανίχνευσής τους. Ο κύριος Χατζηχριστοδούλου αναφέρθηκε στην αξιοπιστία των μεθόδων που χρησιμοποίησαν για τις οροεπιδημιολογικές μελέτες, παρουσιάζοντας τα δεδομένα τους. Με βάση ορολογικούς ελέγχους που έκαναν σε ειδικούς πληθυσμούς (πλήρωμα πλοίου και οικισμούς Ρομά στη Θεσσαλία), τα περισσότερα δείγματα ήταν αρνητικά και χρειάστηκε να δουν με τα αντισώματα την εξάπλωση του ιού. Χρησιμοποίησαν και rapid tests, τα οποία εμφανίζουν πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με την κυλιόμενη οροεπιδημιολογική μελέτη που διεξάγεται από το Μάρτιο 2020 μέχρι και τον Ιανουάριο 2021 σε όλη την Ελλάδα, όπου λαμβάνουν δείγμα από εναπομείναντες ορούς, ανά φύλο, ηλικιακή ομάδα και ανά περιφερειακή ενότητα, τα αποτελέσματα του Μαρτίου ήταν πολύ χαμηλά, όπως και του Απριλίου, ενώ το ποσοστό των γυναικών ήταν αυξημένο σε σχέση με των ανδρών, και υπήρχε διαφορά σε αστικά και μη αστικά κέντρα. Τα γενικά συμπεράσματα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο έδειξαν χαμηλή ανοσία, υψηλότερο οροεπιπολασμό στις γυναίκες και στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ αυξανόταν ο οροεπιπολασμός με την αύξηση της ηλικίας, φανερώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των μέτρων στην πρώτη φάση. Τον Μάιο τα ευρήματα ήταν ίδια με του Απριλίου, τον Ιούνιο όμως έπεσε η ανοσία, και το ίδιο συνέβη και τον Ιούλιο. Τα αποτελέσματα τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη παρουσιάζουν μεγάλη έξαρση, καθώς ο οροεπιπολασμός αυξήθηκε πολύ και ιδιαίτερα στις ηλικίες έως 29 ετών. Συνεπώς, τα νεαρά άτομα έπαιξαν ρόλο στη μετάδοση, κάτι που δεν συνέβη στο πρώτο πανδημικό κύμα. Κλείνοντας ο κύριος Χατζηχριστοδούλου επεσήμανε ότι η μελέτη σκοπεύει να εστιάσει και σε περιοχές που δέχτηκαν μεγάλο αριθμό τουριστών, όπως η Κρήτη και η Σαντορίνη.

Ο κύριος Δημήτρης Παρασκευής, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφερόμενος στη μοριακή βιολογία που αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο της δημόσιας υγείας για τις ιογενείς λοιμώξεις, θέλησε να παρουσιάσει κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της πανδημίας από έναν ιό που προκαλεί οξεία λοίμωξη. Σύμφωνα με τα δεδομένα, υπάρχει ομαδοποίηση των στελεχών ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευση. Διάφορες μελέτες επιχείρησαν να εξηγήσουν εάν κάποιες πρώιμες αλληλουχίες τον Ιανουάριο στο χώρο και τον χρόνο ήταν υπεύθυνες για την έξαρση που παρατηρήθηκε (κυρίως στις Η.Π.Α. και την Ιταλία), διευκρινίζοντας την προέλευση της κάθε επιδημίας, τη χρονική σειρά των γεγονότων και τη γεωγραφική προέλευση των διαφορετικών στελεχών. Η Hubei (Κίνα) ήταν η πηγή διασποράς όσον αφορά την Αμερική και αντίστοιχα στην Ιταλία, από διαφορετικό στέλεχος. Στην αρχή της πανδημίας, η διασπορά γινόταν μέσω των ταξιδιωτών, ενώ η ιχνηλάτηση, ως αξιόλογο εργαλείο, δείχνει την αλληλουχία των μεταδόσεων, γιατί τα στελέχη έχουν ταυτόσημα γενετικά χαρακτηριστικά. Η μοριακή βιολογία μπορεί να δώσει πολλά δεδομένα και χρήσιμες πληροφορίες, έχοντας όμως το μειονέκτημα ότι είναι χρονοβόρα, αλλά και με αυξημένο κόστος, οπότε δύσκολο να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση ιού που προκαλεί οξεία λοίμωξη, αν όμως υπήρχε η τεχνολογία και περισσότερα δεδομένα, θα είχαμε καλύτερη εικόνα του τρόπου διασποράς και το πώς εξελίσσεται χρονικά ο ιός. Σε μια άλλη μελέτη παρουσιάστηκε ότι ορισμένα στελέχη δεν παρουσιάζουν αυξημένη μεταδοτικότητα σε σχέση με άλλα, όπως είχε υποτεθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη φυλογενετική πορεία των μεταδόσεων. Ο κύριος Παρασκευής κλείνοντας την εισήγησή του, παρουσίασε τα δεδομένα της Ελλάδας, τα οποία έχουν αναλυθεί προς το παρόν, και τα οποία δείχνουν ότι τα στελέχη έχουν διαφορετικούς τύπους και πολλά γεγονότα διασποράς στην πρώτη φάση της πανδημίας.

Η τελευταία ομιλήτρια της συνεδρίας, η κυρία Βάνα Σύψα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ξεκίνησε την ομιλία της με τα σημαντικά ερωτήματα που θα θέλαμε να απαντήσουμε μπροστά σε μία πανδημία, όπως να μπορούμε να προβλέψουμε τι ποσοστό θα μολυνθεί και πόσα άτομα θα νοσηλευθούν στις Μ.Ε.Θ., πόσοι θάνατοι αναμένονται, αλλά και να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τα μέτρα και ποια είναι τα πιο αποτελεσματικά. Τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη της πανδημίας προσπάθησαν να αναπαραστήσουν την πορεία των ανθρώπων που ήταν αρχικά επίνοσοι, στη συνέχεια μολύνθηκαν και μετά ήταν και οι ίδιοι μολυσματικοί. Το ιδανικό θα ήταν να μπορεί να εισαχθεί σε αυτά τα μοντέλα και η επίδραση των κοινωνικών παρεμβάσεων για πιο σωστές εκτιμήσεις. Στους ιούς που μεταδίδονται μέσω της φυσικής επαφής, γίνεται η υπόθεση ότι ο ρυθμός μετάδοσης είναι ανάλογος των κοινωνικών επαφών, οπότε αποτυπώνοντας τις κοινωνικές επαφές θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε και την αποτελεσματικότητα των μέτρων, εάν μειωνόταν ο ρυθμός μετάδοσης. Προσπάθησαν λοιπόν να διεξάγουν έρευνα για να συγκεντρώσουν τέτοια στοιχεία στο πρώτο lockdown, πόσοι δηλαδή περιόρισαν τις επαφές τους, και στην Αθήνα. Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο, ζητήθηκε καταγραφή των επαφών κατά τη διάρκεια του lockdown και πριν από την πανδημία, σε μία καθημερινή ημέρα. Η καταγραφή αφορούσε τον αριθμό των επαφών, την ηλικία και τον τόπο όπου έγινε η επαφή. Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική μείωση του ημερήσιου αριθμού κοινωνικών επαφών, καθώς και μεταβολή της «ανάμειξης» των ηλικιακών ομάδων μεταξύ τους. Επίσης, ανάλογα με τον τόπο υπήρξε διαφοροποίηση: οι επαφές στο σπίτι δεν άλλαξαν, οι επαφές όμως στην εργασία μειώθηκαν, ενώ εξαφανίστηκαν οι επαφές στον ελεύθερο χρόνο. Επίσης, επιχείρησαν να αξιολογήσουν κάθε μέτρο χωριστά, καθώς επηρεάζονται οι μετέπειτα αποφάσεις, πόσο δηλαδή συνεισέφεραν τα επιμέρους μέτρα στη μείωση της διασποράς , π.χ. το κλείσιμο των σχολείων, η τηλεργασία, η μείωση των επαφών στον ελεύθερο χρόνο, τα οποία μεμονωμένα προσέφεραν μικρή μείωση του κινδύνου μετάδοσης, ενώ ο συνδυασμός πολλών μέτρων πέτυχε τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης. Από την άλλη πλευρά, θέλησαν να μελετήσουν και την επίδραση από την άρση των μέτρων, άρα την αύξηση των επαφών με ταυτόχρονη τήρηση των μέτρων ατομικής υγιεινής, με σωστή συμμόρφωση των πολιτών, ώστε να είναι και αποτελεσματικά. Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε είναι σε συμφωνία με τις οροεπιδημιολογικές μελέτες στους εναπομείναντες ορούς στην Ελλάδα. Τέλος, η κυρία Σύψα αναφέρθηκε και στην καταγραφή των δεδομένων κινητικότητας από τα κινητά σε σύγκριση με τις κοινωνικές επαφές, καθώς άλλη πληροφορία συλλέγεται από την πρώτη καταγραφή και διαφορετική από τη δεύτερη, ωστόσο παρουσιάζουν και συσχέτιση. Κλείνοντας, η κυρία Σύψα επεσήμανε ότι παρόμοιες μελέτες θα πραγματοποιηθούν τους επόμενους μήνες, οι οποίες θα επιχειρήσουν την καταγραφή της χρήσης μάσκας στις επαφές, καθώς και της πρόθεσης εμβολιασμού.