Μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση για την επόμενη μέρα της πανδημίας, κατά την οποία θίχθηκαν πολλά καίρια ζητήματα, διεξήχθη μεταξύ του Καθηγητή κ. Γιάννη Κυριόπουλου, Προέδρου του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας και της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Οικονομίας και Πολιτικής της Υγείας, και του Καθηγητή κ. Αθανάσιου Σκουτέλη, Διευθυντή της Β’ Παθολογικής – Λοιμωξιολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «Υγεία», με συντονιστή τον κ. Ανάργυρο Μαριόλη, Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό, Διευθυντή του Κέντρου Υγείας Αρεόπολης Μάνης και Υπεύθυνο της Ομάδας Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής και της ΠΦΥ.
Καλωσορίζοντας τους ομιλητές, ο κ. Μαριόλης αναρωτήθηκε πόσο κοντά είναι αυτή η επόμενη μέρα, όταν περίπου 80% των ΜΕΘ στην Αττική και περίπου 90% των ΜΕΘ στη Βόρεια Ελλάδα είναι σήμερα κατειλημμένες. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση δημόσιας υγείας τα τελευταία 100 χρόνια, πρόσθεσε, υπάρχει ωστόσο κι ένα θετικό μήνυμα για τις επόμενες ημέρες, λίγες ημέρες πριν τον εμβολιασμό, ο οποίος αποτελεί ένα τεράστιο εγχείρημα για τη χώρα μας. Φέτος, εξήγησε ο κ. Μαριόλης, είχαμε σχεδόν διπλασιασμό των πολιτών που εμβολιάσθηκαν έναντι του ιού της γρίπης, περίπου 4,2 εκατομμύρια του πληθυσμού μας, αριθμός πρωτόγνωρος για τη χώρα μας. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό μήνυμα για την επόμενη μέρα, πρόσθεσε, δίνοντας το λόγο στον κ. Κυριόπουλο.
Το λεγόμενο μετα-Covid σύνδρομο έχει αναφερθεί ότι παρουσιάζεται μετά την οξεία φάση νοσηλείας, που αφορά περίπου το 20% των ατόμων που προσβάλλονται από τον ιό, συμπεριλαμβανομένων βέβαια και των νοσούντων που εισάγονται σε ΜΕΘ. Σε πολλά από αυτά τα άτομα, η νόσος καταλείπει μία σειρά καταστάσεων, ελαφρών, μέτριων ή βαρέων, είτε για σύντομο χρονικό διάστημα είτε σε ορισμένες περιπτώσεις ενδεχομένως και δια βίου, ξεκίνησε τη συζήτηση ο κ. Κυριόπουλος, καλώντας τον κ. Σκουτέλη να εκθέσει τις απόψεις του για το θέμα.
Παρά το γεγονός ότι είμαι κλινικός ιατρός, σχολίασε ο κ Σκουτέλης, ο όρος μετα-Covid σύνδρομο πιστεύω ότι θα έπρεπε να αναφέρεται περισσότερο στα κατάλοιπα που θα αφήσει αυτή η πανδημία, η οποία ταρακούνησε όλη την ανθρωπότητα, στην ηγεσία και την κοινωνία. Πιστεύω πως τα πιο χρήσιμα συμπεράσματα και οι πιο σημαντικές παρεμβάσεις βρίσκονται σε αυτόν τον τομέα. Όσον αφορά στο κλινικό σύνδρομο μετα-Covid, συνέχισε, έχουν πράγματι περιγραφεί περιπτώσεις που ασθενείς που έχουν νοσήσει από τον ιό, κυρίως ασθενείς που χρειάσθηκαν νοσηλεία σε νοσοκομείο, ανέπτυξαν στη συνέχεια ένα σύνδρομο που συχνότερα περιλαμβάνει χρόνια κόπωση, αλλά και προβλήματα που αφορούν στο αναπνευστικό, το οποίο αποτελεί βέβαια και τον κύριο στόχο του ιού, προβλήματα στο καρδιαγγειακό σύστημα, προβλήματα στους νεφρούς, καθώς και κατάθλιψη. Από την άλλη, πρόσθεσε ο κ. Σκουτέλης, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο νέος αυτός κορωνοϊός κοντεύει να συμπληρώσει ένα έτος ύπαρξης, καθώς ταυτοποιήθηκε στις 10/01/2020, και ήδη στις 16/03 ξεκίνησαν οι πρώτες κλινικές μελέτες για το εμβόλιο. Ο χρόνος αυτός μπορεί να μας φαίνεται πολύς αλλά ουσιαστικά είναι πολύ λίγος για να μιλάμε για χρόνιες επιπλοκές της Covid, επισήμανε ο κ. Σκουτέλης. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι που έχουν νοσηλευθεί σε ΜΕΘ για διάστημα μεγαλύτερο των 2-3 εβδομάδων, ανεξαρτήτως Covid, χρειάζονται αρκετό χρόνο για να αποκατασταθούν όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και σωματικά. Επομένως, αφενός η νοσηλεία σε ΜΕΘ, αφετέρου τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ιού δημιουργούν ένα σύνδρομο, το οποίο αποκαλείται μετα-Covid, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ούτε αν οφείλεται στον Covid ούτε πόσο διαρκεί ούτε αν έχει οργανικό υπόβαθρο, καθώς είναι πολύ νωρίς για προσδιορισθεί κάτι τέτοιο. Γεγονός είναι βέβαια ότι υπάρχουν άνθρωποι που το βιώνουν, κυρίως το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και την κατάθλιψη, ωστόσο χρειάζεται χρόνος να διαπιστωθεί αν οφείλεται στον κορωνοϊό ή αν είναι έμμεσο αποτέλεσμα της μεγάλης ταλαιπωρίας που έχουν υποστεί λόγω της νοσηλείας τους, της βαριάς νόσησης και της πολύμηνης θεραπείας σε ΜΕΘ. Σαφώς δεν είναι αποτέλεσμα των θεραπειών, καθώς δεν διαθέτουμε δυστυχώς ακόμη τέτοιες θεραπείες που να στοχεύουν ειδικά τον κορωνοϊό ώστε να μπορούμε να τις ενοχοποιήσουμε.
Θα συμφωνήσω μερικώς, απάντησε ο κ. Κυριόπουλος, καθώς η επόμενη μέρα αυτής της περιπέτειας θέτει μείζονα ζητήματα και στις υπηρεσίες υγείας και καθιστά αναγκαία την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών υγείας. Πράγματι, οι μελέτες κλινικής παρατήρησης που διαθέτουμε επί του παρόντος είναι λίγες, προέρχονται κυρίως από τις ΗΠΑ, μερικές μάλιστα είναι αντιφάσκουσες και περιγράφουν ασαφώς συμπτώματα όπως αυτά που αναφέρθηκαν, με κυριότερο το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης, την κατάθλιψη και προβλήματα από το αναπνευστικό, το καρδιαγγειακό και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ο χρόνος που έχει περάσει είναι επίσης λίγος, κατά συνέπεια το θέμα που τίθεται σήμερα δεν είναι να αλλάξουμε στρατηγική αλλά να προετοιμαστούμε για την επόμενη μέρα. Αυτό σημαίνει περισσότερη έρευνα, περισσότερες μελέτες –και σε εθνικό επίπεδο- αλλά και προετοιμασία για την αύξηση της «δεξαμενής» των χρονίως πασχόντων με την προσθήκη αυτών των ασθενών, ο αριθμός των οποίων θα εξαρτηθεί τελικά από το συνολικό αριθμό των νοσούντων. Η προσθήκη αυτή προφανώς θα επιβαρύνει τις υπηρεσίες υγείας, δεδομένου ότι στις δυτικές χώρες, ασφαλώς και στη δική μας, ο αριθμός της αυτοαναφερόμενης χρονιότητας ανέρχεται σε περίπου 42%. Οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να προωθηθούν προς την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, πρότεινε ο κ. Κυριόπουλος, δεδομένου ότι τα συμπτώματα του συνδρόμου αυτού διαρκούν αρκετά και σύμφωνα με εκτιμήσεις ορισμένων ερευνών εικάζεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να παραμένουν και διά βίου. Ένας επιπλέον λόγος που θέτω αυτό το ζήτημα, πρόσθεσε, είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει καλά αποτελέσματα όσον αφορά στη διαχείριση των χρονίων νοσημάτων, σε αντίθεση με την αντιμετώπιση προβλημάτων οξείας νοσηλείας. Θα έπρεπε κατά συνέπεια να υπάρχει από τώρα ένας προϊδεασμός και μία πολιτική ώθησης των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας να εκπαιδευθούν και να εμπλακούν στη διαχείριση τέτοιων προβλημάτων. Μου κάνει ταυτόχρονα εντύπωση το γεγονός, συνέχισε ο κ. Κυριόπουλος, ότι ορισμένα από τα ζητήματα που γνωρίζουμε ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε και τα οποία βλέπουμε σε άλλες χώρες, δεν έχουν ακόμη αναγνωρισθεί στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη περάσει 9-10 μήνες από την έναρξη της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα πρόσφατα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ δεν δείχνουν υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Η θνησιμότητα στην Ελλάδα το πρώτο 9μηνο παραδόξως ήταν ελαφρώς μικρότερη από τη θνησιμότητα των προηγούμενων ετών. Ωστόσο, υπερβάλλουσα θνησιμότητα κυρίως από άλλες αιτίες, λόγω καθυστερημένης φροντίδας και εμποδίων στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, είναι ήδη εμφανής σε άλλες χώρες. Επίσης, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα άλλων χωρών, ο Covid παρουσιάζει σχέση με ψυχικά νοσήματα, αυτοκτονίες και απόπειρες αυτοκτονίας, δεν έχουμε δει έρευνες που να δείχνουν παρόμοια αποτελέσματα, κάτι που σημαίνει ότι οι κλινικοί ιατροί και ψυχίατροι θα πρέπει να υποστηριχθούν με κάποιον τρόπο από τις δημόσιες δομές ή τις αρχές να εντείνουν την κλινική έρευνα ώστε να έχουμε μία καλύτερη εικόνα αυτών των δυνητικών επιπτώσεων της πανδημίας. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο ωστόσο, συνέχισε ο καθηγητής, είναι οι εκτιμήσεις σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις όχι τόσο στη φάση που βρισκόμαστε όσο στο μετέπειτα διάστημα, στη μετα-Covid εποχή, όσον αφορά στα οικονομικά της ασφάλισης και της ιατρικής περίθαλψης. Σύμφωνα με μία εκτίμηση από τις ΗΠΑ, μετά την κυκλοφορία του εμβολίου και τον εμβολιασμό του 70% του πληθυσμού, θα υπάρξει ετήσια επιβάρυνση της τάξης των 52 δισ. δολαρίων, ενώ αν δεν εμβολιασθεί κανείς, το κόστος για την ασφάλιση και τις υπηρεσίες υγείας θα ανέλθει σε 500 δισ. δολάρια. Ασφαλώς, τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ευρώπη και τη χώρα μας όπου υπάρχει κοινωνική ασφάλιση είναι προφανώς χαμηλότερα, ωστόσο η αναλογία δεν παύει να είναι τρομακτική. Επομένως, πέρα από την πίεση που θα δεχθεί η οικονομία λόγω της ύφεσης, ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε επίσης πίεση όσον αφορά στην ανάγκη χρηματοδότησης της κοινωνικής πρόνοιας για την υποστήριξη των ασθενών που έχουν περάσει από αυτή τη δοκιμασία.
Δυστυχώς, αυτό το πρόβλημα δεν παρουσιάστηκε σήμερα, συμφώνησε ο κ. Σκουτέλης, επί δεκαετίες απουσιάζουν τα κέντρα αποκατάστασης, που έχουν ουσιαστικά υποκατασταθεί από τριτοβάθμια νοσοκομεία. Η όλη περιπέτεια με τον Covid, πρόσθεσε, «πονάει» κυρίως στα δύο άκρα του συστήματος, την πρωτοβάθμια περίθαλψη υγείας και τις ΜΕΘ. Στο πρώτο κύμα, εξήγησε, προσωπικά τουλάχιστον αισθάνθηκα την ανεπάρκεια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, καθώς οι οδηγίες στους ασθενείς όταν εμφάνιζαν τα πρώτα συμπτώματα ήταν να επικοινωνήσουν με το γιατρό τους ώστε να τους κατευθύνει. Αφενός δεν έχουν ωστόσο όλοι τον προσωπικό τους γιατρό στη χώρα μας, αφετέρου οι γιατροί δεν είχαν στοιχειωδώς εκπαιδευθεί ούτε είχαν οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν ώστε να προστατεύσουν τον ασθενή τους αλλά και το δευτεροβάθμιο σύστημα υγείας. Αποτέλεσμα ήταν να στέλνουν συνήθως τους ασθενείς στα νοσοκομεία, που τότε άντεχαν, τώρα όμως; Όλοι οι αλγόριθμοι που υπήρχαν αφορούσαν στη νοσηλευτική φροντίδα, διευκρίνισε, κανένας δεν είχε ασχοληθεί με την πρωτοβάθμια περίθαλψη, παρά το γεγονός ότι 80-85% των ασθενών είναι γνωστό ότι περνούν τη νόσο ήπια. Επ’ ευκαιρίας, τόνισε ο κ. Σκουτέλης, στη χώρα μας θεωρώ ότι έχουμε πάρα πολύ καλή δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια υγεία, εκεί που είμαστε ανεπαρκείς είναι στην πρωτοβάθμια και στην τεταρτοβάθμια θα μπορούσαμε να πούμε περίθαλψη, τις ΜΕΘ. Το 80-90% των γιατρών απασχολούνται στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, εκπαιδεύονται ωστόσο αποκλειστικά σε τριτοβάθμια νοσοκομεία, χωρίς να προβλέπεται ούτε ένα έτος εκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια παροχή υπηρεσιών υγείας, η οποία διαφέρει ουσιαστικά από τη νοσοκομειακή παροχή υπηρεσιών υγείας και προσωπικά πιστεύω πως είναι πολύ πιο δύσκολη.
Δυστυχώς, ένα σημαντικό μέγεθος που δεν έχει εκτιμηθεί πολιτικά δεόντως, συμπλήρωσε ο κ. Κυριόπουλος, είναι η αποφεύξιμη θνησιμότητα, η οποία είναι προλαμβανόμενη ή θεραπεύσιμη. Στη θεραπεύσιμη αποφεύξιμη θνησιμότητα, η οποίο λαμβάνει χώρα κυρίως στα νοσοκομεία, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε από τους καλύτερους στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την προλαμβανόμενη αποφεύξιμη θνησιμότητα, η οποία αποτελεί ευθύνη της δημόσιας υγείας και της ΠΦΥ και στην οποία κατέχουμε την τελευταία θέση στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι η προλαμβανόμενη αποφεύξιμη θνησιμότητα φορτώνει με περίσσεια νοσηρότητα και θνησιμότητα το σύνολο του πληθυσμού, τα μηνύματα αυτά παραδόξως δεν προσλαβάνονται από τις δημόσιες αρχές και το σύστημα υγείας. Κλασικό παράδειγμα είναι η άγονη συζήτηση των τελευταίων ημερών για τα διπλά βιβλία του ΕΟΔΥ που απασχόλησαν τον Τύπο, επισήμανε ο κ. Κυριόπουλος, δεν υπάρχουν ωστόσο κρυφά ή διπλά βιβλία, απουσιάζουν παντελώς τα βιβλία. Αυτό που μας δίδαξε αυτή η πανδημία ήταν η έλλειψη κυλιόμενων, σε τυχαία και αντιπροσωπευτικά δείγματα, επιδημιολογικών διερευνήσεων ώστε να έχουμε μια εβδομαδιαία «τοιχογραφία» των τάσεων και να λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις με βάση τα δεδομένα αυτά, υπογράμμισε. Με ένα τέτοιο σύστημα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν αποφευχθεί τα φαινόμενα που είδαμε στα γηροκομεία και τις δομές φιλοξενίας, όπου η θνησιμότητα είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δημόσια υγεία και επιδημιολογία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη υπέστησαν μία συντριπτική ήττα, σε αντίθεση με χώρες όπου εφαρμόσθηκαν μαζικοί έλεγχοι και ελήφθησαν μέτρα προστασίας όπως για παράδειγμα η Σλοβακία, η οποία χωρίς σκληρά lockdown έχει σήμερα την καλύτερη θέση στην Ευρώπη. Η επιδημιολογική έρευνα είναι απαραίτητη για να υπάρξει τεκμηριωμένη πολιτική δημόσιας υγείας, τόνισε ο καθηγητής. Το σύστημα υγείας δεν μπορεί να είναι βιώσιμο, δίκαιο, αποδοτικό και αποτελεσματικό, εάν δεν πραγματοποιηθούν οι απαιτούμενες μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες ήρθε η πανδημία να μας υπενθυμίσει, πρόσθεσε, δίνοντας τη σκυτάλη στον κ. Σκουτέλη.
Ασφαλώς χρειάζεται προγραμματισμός και προετοιμασία, σχολίασε ο κ. Σκουτέλης, καθώς λέμε όλοι πως δεν φτάνουν οι ΜΕΘ, ωστόσο οι ΜΕΘ δεν φτιάχνονται εν μία νυκτί και φοβάμαι πως μετά την κυκλοφορία του εμβολίου και αφού τελειώσει αυτή η περιπέτεια, θα ξεχάσουμε και τις ΜΕΘ. Οι μονάδες αυτές δεν στελεχώνονται με οποιονδήποτε γιατρό, πρόκειται για οργανωμένα συστήματα που απαιτούν εξειδίκευση και εμπειρία. Επιπλέον, στην αποσυμφόρηση των νοσοκομείων μπορεί να βοηθήσει μόνο η πρωτοβάθμια περίθαλψη, συμπλήρωσε ο κ. Σκουτέλης, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την παρούσα συγκυρία, αλλά και για τη μετα-Covid εποχή.
Δυστυχώς, στο πρώτο κύμα δεν χρειάσθηκε ή δεν ζητήθηκε η εμπλοκή της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, σχολίασε ο κ. Μαριόλης, τώρα ωστόσο η εμπλοκή αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί. Η πλειονότητα των κέντρων υγείας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αναχαίτιση της πανδημίας, δεν υπάρχει ωστόσο η συμμετοχή των ιδιωτών στα μεγάλα αστικά κέντρα στο βαθμό που θα θέλαμε. Θα έπρεπε να ενταχθούν σε ένα δίκτυο με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες που υπάρχουν, με βάση τα πρωτόκολλα και να διαδραματίσουν ένα καθοριστικό ρόλο. Παρ’ όλο που ασχολούμαι 25 χρόνια σε μονάδες πρωτοβάθμιας υγείας σε αστικές και ημιαστικές περιοχές, όταν ανέλαβα έναν ολόκληρο δήμο άρχισα να σκέπτομαι μια εντελώς διαφορετική στάση της πρωτοβάθμιας. Διαχειριστήκαμε 150 θετικά κρούσματα, τα οποία δεν στείλαμε ούτε σε κέντρο υγείας ούτε σε νοσοκομείο, αλλά δημιουργήσαμε ένα χώρο και τα κρατήσαμε σε απομόνωση με όλο το πρωτόκολλο, σε καραντίνα, και αυτή τη στιγμή σε αυτόν το δήμο δεν υπάρχει ούτε ένα θετικό κρούσμα από εργάτες γης που είναι περίπου 4000 άτομα και υπάρχει στους Έλληνες. Μετά από αυτό, αρχίσαμε να σκεπτόμαστε διαφορετικά, κάτι στο οποίο μας βοήθησε σημαντικά ο καθηγητής κ. Κυριόπουλος, ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τι σημαίνει δημόσια υγεία σε αυτή τη χώρα, πόσους γιατρούς δημόσιας υγείας έχουμε, αλλά και την κουλτούρα των ανθρώπων που απασχολούνται στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Χρειάζεται επανεκκίνηση στην κουλτούρα μας και στην εκπαίδευση, όχι μόνο των γιατρών ή των νοσηλευτών, αλλά όλων των εργαζομένων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, μία μεταρρυθμιστική ατζέντα αυτή τη στιγμή στο υπουργείο υγείας και η πρωτοβάθμια με τα 1018 κέντρα έχει μια μοναδική ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο όχι μόνο στην ιατρική πράξη του εμβολιασμού, αλλά να προσελκύσει και τον κόσμο, καθώς είναι δίπλα στο εργασιακό, κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τον κόσμο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, λόγω της καθημερινής επαφής, και εύχομαι να καταφέρουμε σε αυτήν την προσπάθεια να διαδραματίσουμε καθοριστικό ρόλο, πρόσθεσε ο κ. Μαριόλης.
Δυστυχώς, σχολίασε ο κ. Σκουτέλης, όπως έχει αναφέρει και ο κ. Κυριόπουλος παλαιότερα, στη χώρα μας λόγω ιδεοληψίας και πολιτικής αγκύλωσης, συγχέουμε, τις έννοιες της δημόσιας υγείας και της δημόσιας περίθαλψης. Η δημόσια υγεία ωστόσο είναι κατ’ εξοχήν δουλειά του κράτους.
Η εννοιολογική σύγχυση μεταξύ δημόσιας υγείας και κρατικής περίθαλψης δεν πιστεύω πως είναι εντελώς αθώα, ανέφερε ο κ. Κυριόπουλος. Δεν κατανοώ γιατί τόσος κόσμος, κυρίως πολιτικοί και ιατροί, αδυνατεί να κάνει αυτή τη διάκριση και καλλιεργεί μια εννοιολογική ασάφεια γύρω από αυτά τα θέματα. Αναφερόμενος στις προτεραιότητες της μετα-Covid εποχής, ο κ. Κυριόπουλος υπογράμμισε ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια περεστρόικα, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ψηφιακή αλλαγή. Στο εξής, από την 1η Ιανουαρίου του 2023 και μετά, εξήγησε, οι επαγγελματίες υγείας θα κάνουν τα πάντα ψηφιακά και με τον τρόπο αυτό θα πάψουμε να έχουμε διαχειριστικά προβλήματα και θα ελαττωθούν σημαντικά τα λάθη στη διαχείριση των περιστατικών, καθώς κάθε κίνηση και εντολή θα αφήνει το αποτύπωμά της. Υπό το πρίσμα αυτό, όλοι θα προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι και το κράτος ασφαλώς θα πρέπει να τους βοηθήσει να βρουν τις πηγές δεδομένων και τις πηγές τεκμηρίωσης ώστε να γίνονται ολοένα και καλύτεροι. Όσον αφορά στην ΠΦΥ και τη δημόσια υγεία, τα οποία συνδέονται, χρειαζόμαστε μια κρατική υπηρεσία δημόσιας υγείας, μια μεταμοντέρνα εκδοχή του παλαιού νομίατρου, από λειτουργούς δημόσιας υγείας που είναι κοντά στην κοινότητα. Αυτή τη στιγμή την αγωγή υγείας για τον κορωνοϊό δεν την κάνουν οι επαγγελματίες δημόσιας υγείας αλλά τα ΜΜΕ, και αυτός είναι ο λόγος που δεν είμαστε αρκετά πειστικοί. Το σχέδιο ωστόσο τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας υπάρχει και έχει πλέον ωριμάσει. Αυτή τη στιγμή, εκπαίδευση – έρευνα, πρωτοβάθμια – δημόσια υγεία και ψηφιακή υγεία είναι οι τρεις πύλες εισόδου που θα κινητοποιήσουν αυτοματισμούς μέσα στις δυνάμεις που έχει το διανοητικό κεφάλαιο του τομέα της υγείας.
Είναι βέβαιο πως αυτά είναι και τα θέματα που θα μας απασχολήσουν κατά τους επόμενους μήνες, απάντησε ο κ. Μαριόλης, ευχαριστώντας τον κ. Κυριόπουλο και τον κ. Σκουτέλη για μια εξαιρετικά εποικοδομητική συζήτηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε η χώρα μας να αντιμετωπίσει με επιτυχία την επόμενη μέρα της πανδημίας.