Χαράζοντας τον δρόμο προς την εξατομικευμένη προσέγγιση των ογκολογικών ασθενών

 

Η συνεδρία με αντικείμενο εξατομικευμένη προσέγγιση των ογκολογικών ασθενών ξεκίνησε με τον πρώτο ομιλητή, τον κύριο Ελευθέριο Ελευθεριάδη, παθολογοανατόμο και Αντιπρόεδρο, Διευθύνοντα Σύμβουλο και Διοικητικό Διευθυντή της «Ιστοδιερευνητικής», να παρουσιάζει τα διαγνωστικά οφέλη που προκύπτουν από την εξατομικευμένη θεραπεία. Ως εξατομικευμένη προσέγγιση της παροχής υγείας νοείται η αντιστοίχιση καινοτόμων θεραπειών με μοριακούς στόχους (βιοδείκτες). Οι βιοδείκτες ορίζονται ως ένα “μετρήσιμο χαρακτηριστικό που αξιολογείται ως δείκτης μιας φυσιολογικής ή παθολογικής διαδικασίας ή ανταπόκρισης σε μια θεραπευτική διαδικασία”. Συγκεκριμένα στην ογκολογία, οι βιοδείκτες προβλέπουν την ανταπόκριση του όγκου του μεμονωμένου ασθενούς σε συγκεκριμένη θεραπεία (προβλεπτικοί δείκτες). Ως παράδειγμα νόσου, ο ομιλητής επέλεξε τον καρκίνο του πνεύμονα, δίνοντας το παράδειγμα ενός ασθενούς που μετά την επίσκεψή του σε ένα παθολόγο ή πνευμονολόγο, παραπέμπεται σε ακτινολόγο, για να οδηγηθεί σε επέμβαση ή βιοψία. Έπειτα ο παθολογοανατόμος θα κάνει την ιστολογική εξέταση, για να τεκμηριωθεί η διάγνωση, και μετά η εξέταση αυτή θα υποβληθεί σε μοριακή ανάκριση για να δοθεί η στοχεύουσα θεραπεία ή ανοσοθεραπεία. Το αποτέλεσμα θα έχει απεικονιστική παρακολούθηση, ενώ η πρόοδος της νόσου, αλλά και το αποτέλεσμα, θα παρακολουθούνται μέσω υγρής βιοψίας. Ο κύριος Ελευθεριάδης τόνισε ότι έχει εισαχθεί στην κλινική πρακτική πληθώρα θεραπευτικών στόχων, οι οποίοι ελέγχονται για την πρόβλεψη της ανταπόκρισης της εξατομικευμένης θεραπείας, είτε για συγκεκριμένα όργανα είτε ανεξαρτήτως οργάνου, κυρίως για την εφαρμογή της ανοσοθεραπείας. Στον καρκίνο του πνεύμονα υπάρχουν σήμερα 7 βιοδείκτες που αντιστοιχίζονται με πληθώρα στοχευουσών θεραπειών. Για την ανίχνευση των βιοδεικτών, απαιτείται ιστός από τον όγκο για την τεκμηρίωση της διάγνωσης και έπειτα για τον μοριακό έλεγχο. Με τις σύγχρονες μεθόδους, ο ιστός που λαμβάνεται είναι ολοένα λιγότερος για ολοένα περισσότερες εξετάσεις. Η ανάλυση του ιστού γίνεται είτε με την καθιερωμένη προσέγγιση, είτε με την πιο σύγχρονη μέθοδο, τη μαζική παράλληλη αλληλούχιση. Για την επιτυχή έκβαση της ανάλυσης, τρία είναι τα προαπαιτούμενα: α) να υπάρχει όγκος στο δείγμα, β) το δείγμα να υποστεί την ορθή προαναλυτική επεξεργασία, γ) το δείγμα να αναλυθεί ως προς την καταλληλότητά του για μοριακό έλεγχο. Η επανάσταση που έχει συντελεστεί τα τελευταία πέντε χρόνια στην ιατρική ακριβείας είναι η ανοσοθεραπεία, η οποία έχει διαφορετική προσέγγιση, καθώς υπάρχει ένας βιοδείκτης που ανιχνεύεται με 4 επικυρωμένες δοκιμασίες. Καταρτίζεται λοιπόν ένας αλγόριθμος των διαθέσιμων βιοδεικτών για την επιλογή στοχεύουσας θεραπείας ή ανοσοθεραπείας. Ωστόσο, ο μοριακός έλεγχος εφαρμόζεται ελάχιστα στην καθημερινότητα, ακόμη και όταν όμως εφαρμόζεται, δεν χορηγείται η ενδεδειγμένη θεραπεία. Ο ομιλητής κλείνοντας την παρουσίασή του, αναφέρθηκε στις προτάσεις για την ισότιμη πρόσβαση των ασθενών στον μοριακό έλεγχο, όπως η επίκαιρη αποζημίωση των καθιερωμένων βιοδεικτών και μεθόδων, καθώς και η οργάνωση δικτύων διαπιστευμένων εργαστηρίων μοριακού ελέγχου. Ωστόσο, το ρυθμιστικό περιβάλλον στην Ελλάδα παραμένει προβληματικό, καθώς ο κατάλογος δεικτών μοριακού ελέγχου δεν έχει επικαιροποιηθεί, ενώ υπάρχει και προβληματισμός για τη χρηματοδότηση των διαγνωστικών.

Ο δεύτερος ομιλητής, κύριος Γιάννης Μούντζιος, ογκολόγος παθολόγος στο Β΄ Ογκολογικό Τμήμα και τη Μονάδα Κλινικών Μελετών του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν και ιδρυτής του ογκολογικού κέντρου “Oncolife”, παρουσίασε σε επίπεδο κλινικό ποια είναι τα πολλαπλά οφέλη της εξατομικευμένης μοριακής διάγνωσης, ιδίως όταν ελέγχονται παράλληλα πολλοί μοριακοί στόχοι. Ο κύριος Μούντζιος εξήγησε τι σημαίνει εξατομικευμένη θεραπεία στην ογκολογία, καθώς παίρνουμε βιολογικό υλικό από τον ασθενή, και ακολουθεί ένα μοριακό τεστ, το οποίο ανιχνεύει παράλληλα πολλές πιθανές γενετικές μεταλλάξεις. Σε κλινικό επίπεδο, οι βιοδείκτες έχουν προγνωστική αξία για τη νόσο, ανεξάρτητα από τη θεραπεία που θα εφαρμοστεί, ενώ υπάρχουν και οι προβλεπτικοί βιοδείκτες, με τη μεγαλύτερη αξία στην ογκολογία ακριβείας, που είτε προβλέπουν την ανταπόκριση σε μια συγκεκριμένη θεραπεία είτε προβλέπουν την ανταπόκριση σε ένα συγκεκριμένο καταληκτικό σημείο, ακόμη και τη συνολική επιβίωση. Ο ιδανικός προβλεπτικός βιοδείκτης, σύμφωνα με τον κύριο Μούντζιο, θα πρέπει να διαθέτει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα, να είναι εύκολα εκτιμήσιμος και αναπαραγώγιμος και να έχει καλή σχέση κόστους-οφέλους. Η επανάσταση στη στοχεύουσα θεραπεία έχει μια ιστορία είκοσι ετών με τη δημιουργία συγκεκριμένου φαρμάκου για τη λευχαιμία που στόχευε συγκεκριμένη μετάλλαξη και άλλαξε την ίδια τη φυσική πορεία της νόσου. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν παραδείγματα από τον καρκίνο του πνεύμονα και του στομάχου, καθώς και από το χολαγγειοκαρκίνωμα, για τους οποίους, ταυτόχρονα με την κλινική παρατήρηση, αναζητείται και ο μοριακός υπότυπος. Κλείνοντας, ο κύριος Μούντζιος έκανε ιδιαίτερη μνεία στην ανοσοθεραπεία του καρκίνου, η οποία εάν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι μια μορφή στοχευμένης θεραπείας. Πριν από τρία χρόνια, ο FDA έκανε την αρχή δίνοντας έγκριση για την πρώτη ογκολογική θεραπεία με συγκεκριμένα μοριακά χαρακτηριστικά. Υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη για τους ογκολόγους να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το βιολογικό υλικό μέσω της εφαρμογής μιας διαπιστευμένης και εγκεκριμένης μεθοδολογίας ελέγχου πολλαπλών γονιδίων. Βέβαια, όταν δεν είναι δυνατή η λήψη επαρκούς βιολογικού υλικού, υπάρχει πλέον και η δυνατότητα της υγρής βιοψίας, δηλαδή λήψη αίματος ή άλλου βιολογικού υγρού, όπου θα εφαρμοστούν μέθοδοι μοριακής βιολογίας. Τέλος, ο κύριος Μούντζιος τόνισε ότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον παράγοντα άνθρωπο, καθώς η πραγματική δύναμη είναι στους ασθενείς και μέσω της συνεργασίας όλων είναι εφικτό το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η κυρία Ευανθία Ορφανού, Πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών & Σπανίων Παθήσεων Νομού Έβρου «Μαζί για τη Ζωή» και Αν. Γραμματέας της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, ξεκίνησε την εισήγησή της, αναφερομένη στη σύγχρονη μάστιγα του καρκίνου που αποτελεί δεύτερη αιτία θανάτου μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα, είναι συνήθως μακροχρόνια και ο ασθενής δίνει κυριολεκτικά μάχη για την επιβίωσή του. Όταν ο ασθενής πληροφορείται για πρώτη φορά ότι έχει καρκίνο, εκείνη τη στιγμή δεν τον απασχολεί το πολύπλοκο ιατρικό μέρος, καθώς οι ερωτήσεις που έχει είναι άλλες, όπως εάν θα πεθάνει, πόσος καιρός του μένει κ.ά. Αυτό που ιδανικά επιθυμεί ο κάθε ασθενής κατά τη θεραπεία του είναι το δικό του εξατομικευμένο χρόνο, τις δικές του απαντήσεις ως προς το υπόβαθρό του και την οικογένειά του, απαντήσεις σε προσωπικά θέματα φροντίδας, καθώς και σε επαγγελματικά ζητήματα. Η ογκολογική υποστήριξη είναι αναντικατάστατη, θέλει εξατομικευμένη προσέγγιση και ιδίως στις απομακρυσμένες και ακριτικές περιοχές. Η σχέση εμπιστοσύνης ιατρού-ασθενούς είναι πρώτιστης σημασίας, καθώς ο γιατρός δεν αποφασίζει μόνος του, αλλά μαζί με τον ασθενή. Στην Ελλάδα και ιδίως στην επαρχία, διαπιστώνεται το φαινόμενο να ενημερώνεται η οικογένεια και όχι ο ασθενής, ενώ στο εξωτερικό απαιτείται η συγκατάθεση του ασθενούς για την ενημέρωση της οικογένειας. Στη συνέχεια η κυρία Ορφανού αναφέρθηκε στις εξατομικευμένες θεραπείες που εφαρμόζονται σε ποσοστό 30-40%, λόγω προβλημάτων κόστους, προσβασιμότητας και αποζημίωσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η ψυχολογική υποστήριξη του ασθενούς, επεσήμανε, αλλά και η υποστήριξη της οικογένειας και του συγγενικού περιβάλλοντος προς τον ασθενή. Πολύ σημαντικό σημείο της νόσου είναι και το ιατρείο πόνου και παρηγορητικής φροντίδας, ενώ διαπιστώνεται έλλειψη στην Ελλάδα κέντρων παρηγορητικής φροντίδας, όπου απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό. Καταλήγοντας, η κυρία Ορφανού τόνισε ότι ο κάθε ασθενής είναι μοναδικός και χρειάζεται εξατομικευμένη ιατρική και φαρμακευτική προσέγγιση, αξιοπρεπή διαβίωση, την υποστήριξη του περιβάλλοντός του, καθώς και κοινωνική υποστήριξη, ενώ όσον αφορά τα σωματεία, καλύπτουν ένα μεγάλο κενό της πολιτείας ιδίως ως προς την ενημέρωση, μέσω του εθελοντισμού.

Ο τελευταίος ομιλητής, κύριος Ηλίας Κυριόπουλος, LSE Fellow in Health Economics, Department of Health Policy, London School of Economics, ξεκίνησε την εισήγησή του τονίζοντας την ανάπτυξη που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στις εξατομικευμένες θεραπείες, καθώς οι κυβερνήσεις τις χρηματοδοτούν και δημιουργούν τις συνθήκες για να προωθηθεί η εξατομικευμένη ιατρική σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ζήτημα που εξετάζεται από τους κλινικούς γιατρούς είναι ποια είναι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας, ενώ από οικονομική πλευρά εξετάζεται εάν αξίζει το κόστος που πληρώνουμε. Από τη μία πλευρά υπάρχει συνεχής αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και για ογκολογικά φάρμακα, από την άλλη οι προϋπολογισμοί είναι ιδιαίτερα περιορισμένοι, επεσήμανε ο κύριος Κυριόπουλος. Οπότε η ανάγκη για προτεραιοποίηση των οικονομικών είναι εμφανής, ενώ για να γίνει μια οικονομική παρέμβαση θα πρέπει να ικανοποιούνται δύο συνθήκες, η μία είναι να έχουμε κάτι να συγκρίνουμε και η δεύτερη είναι να λάβουμε υπόψη τα αποτελέσματα όσο και το κόστος. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ο λόγος κόστους-αποτελεσματικότητας βρίσκεται στον πυρήνα της λήψης αποφάσεων. Συνήθως, οι πιο καινούριες παρεμβάσεις είναι ακριβότερες και έχουν καλύτερα κλινικά αποτελέσματα, αλλά η υιοθέτηση των παρεμβάσεων είναι προς συζήτηση, καθώς οι πόροι είναι περιορισμένοι. Προς αξιολόγηση όμως δεν είναι μόνο οι θεραπευτικές παρεμβάσεις, αλλά και τα διαγνωστικά τεστ, τα οποία είναι προαπαιτούμενα για να υπάρξει η εξατομικευμένη θεραπεία, άρα και αυτά θα πρέπει να συνυπολογίζονται στην απόφαση. Λόγω της τεχνολογικής προόδου, επαναπροσδιορίζεται η έννοια της αξίας, οι διαστάσεις της οποίας επεκτείνονται κατά πολύ, με ιδιαίτερη έμφαση στη μείωση των όρων αβεβαιότητας. Αυτό ακριβώς πετυχαίνει η εξατομικευμένη θεραπεία, τη δραστική μείωση της αβεβαιότητας. Προς το τέλος της συνεδρίας, ο ομιλητής επεσήμανε ότι ναι μεν η καλύτερη θεραπεία έχει σημαντικότερο ποσοστό αποτελεσματικότητας και μπορεί να έχει σημαντικά κλινικά αποτελέσματα, τα οποία να συνδέονται και με το σύστημα υγείας, αλλά σε αυτό το πλαίσιο από πλευράς οικονομικών υγείας χρειάζεται μητρώο ασθενών, και για να μετρηθεί η αποδοτικότητα πρέπει να ξέρουμε το αποτέλεσμά της, με βάση τα ευρήματα που έχουμε.